Υπάρχει «φως στο τούνελ» της αναδιάρθρωσης των προβληματικών επιχειρήσεων;

Γράφει η Δάφνη I. Σιώπη,

Δικηγόρος LLM

Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2017 το νομοσχέδιο για την θέσπιση «Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων». Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που αποσκοπεί, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, στην εισαγωγή ενός θεσμικού πλαισίου, βάσει του οποίου θα επιτυγχάνεται η ρύθμιση των οφειλών των βιώσιμων επιχειρήσεων τόσο προς τον ιδιωτικό τομέα, όσο και προς το Δημόσιο. Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρο 1 του Νομοσχεδίου, προβλέπεται ότι η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης των οφειλών θα αφορά

τόσο τις οφειλές που απορρέουν από την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας όσο και τις οφειλές που πηγάζουν από «άλλη αιτία», εφόσον η ρύθμιση των εν λόγω οφειλών κρίνεται από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του οφειλέτη. Η τελευταία αυτή πρόβλεψη μπορεί, βέβαια, στην πράξη να δημιουργήσει αβεβαιότητα ως προς τις δυνάμενες να υπαχθούν στην ρύθμιση οφειλές, καθόσον ο νόμος δίνει μεν την δυνατότητα να ρυθμιστούν και οφειλές από άλλη αιτία (μη συνδεόμενη, όπως φαίνεται από την διατύπωση του άρθρου, με την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας), ωστόσο θέτει ως προϋπόθεση να κρίνεται από τους συμμετέχοντες στην διαδικασία ότι η ρύθμιση των οφειλών αυτών είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οφειλέτη. Παράλληλα, η έννοια της «άλλης αιτίας» χρήζει περαιτέρω διευκρίνισης, αφού γεννά ερωτήματα ως προς το είδος των οφειλών που δύνανται να υπαχθούν στην ρύθμιση, δυνάμενη να οδηγήσει στην ερμηνεία ότι είναι επιτρεπτή και η ένταξη προσωπικών οφειλών του οφειλέτη, κάτι που ωστόσο δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί επιτρεπτό βάσει των επιδιωκόμενων με το Νομοσχέδιο σκοπών.

Στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης που εισάγει το Νομοσχέδιο μπορεί να υπαχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 2, κάθε φυσικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα και κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα, εφόσον:

α) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 είχε προς χρηματοδοτικό φορέα οφειλή από δάνειο σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016 ή είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών εκδόσεώς του λόγω μη επαρκούς υπολοίπου ή είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων εις βάρος του,

β) οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές του ξεπερνούν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και

γ) πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 3.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του Νομοσχεδίου, η επιχείρηση που επιθυμεί να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του εξωδικαστικού μηχανισμού, θα πρέπει να παρουσιάζει τουλάχιστον μία (1) κερδοφόρα χρήση κατά την τελευταία τριετία. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη στην πράξη θα οδηγήσει στον αποκλεισμό πολλών επιχειρήσεων από την δυνατότητα υπαγωγής στον νόμο, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων δεν παρουσιάζει κέρδη κατά τα τελευταία έτη. Περαιτέρω, για να υπαχθεί μία επιχείρηση στον εξωδικαστικό μηχανισμό, δεν πρέπει να ανήκει σε έναν πιστωτή πάνω από το 85% των οφειλών. Και αυτή η πρόβλεψη κρίνεται ως άστοχη, συνεπαγόμενη τον αποκλεισμό πολλών επιχειρήσεων χωρίς να συντρέχει μάλιστα κάποιος ουσιώδης λόγος.

Το Νομοσχέδιο ορίζει περαιτέρω ότι οι οφειλέτες που πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξης στην ρύθμιση υποβάλλουν ηλεκτρονική αίτηση στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους με τη χρήση ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία πρέπει να περιέχει τα πλήρη στοιχεία της επιχείρησης και των πιστωτών, καθώς και τον προτεινόμενο τρόπο ρύθμισης των οφειλών, δηλαδή τις καταβολές στις οποίες δύναται να προβαίνει ο οφειλέτης, με βάση τα έσοδα και τα έξοδα της επιχείρησής του, για την επόμενη τριετία. Η αίτηση συνοδεύεται επίσης από μία σειρά εγγράφων τα οποία αφορούν την περιουσιακή, αλλά και την εν γένει οικονομική και προσωπική κατάσταση του οφειλέτη. Δύο ημέρες μετά την κατάθεση της αίτησης, η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους οφείλει να διορίσει συντονιστή της διαδικασίας, ο οποίος, αφού ελέγξει την πληρότητα της αίτησης και των συνυποβαλλόμενων εγγράφων, κοινοποιεί πρόσκληση στους πιστωτές, με σκοπό να ξεκινήσει η διαδικασία διαπραγμάτευσης. Στο πλαίσιο αυτής, οι πιστωτές έχουν την δυνατότητα να διατυπώσουν αντιπροτάσεις, με απώτερο σκοπό να υπογραφεί τελικώς πρακτικό περαίωσης της διαδικασίας, το οποίο υπογράφεται από τον συντονιστή και αποστέλλεται ηλεκτρονικά στον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές.

Η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών που υπογράφεται μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις ευοδώσουν μπορεί καταρχήν να λάβει οποιοδήποτε περιεχόμενο επιθυμούν τα μέρη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα δυσχεραίνεται η θέση των μη συμμετεχόντων πιστωτών και ότι δεν θα θίγονται τα δικαιώματα των προνομιούχων πιστωτών, δηλαδή των πιστωτών που έχουν εγγράψει υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην ακίνητη περιουσία του οφειλέτη.

Τέλος, το Νομοσχέδιο προβλέπει την δυνατότητα δικαστικής επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, μέσω της οποίας η σύμβαση αποκτά καθολική ισχύ, δεσμεύοντας το σύνολο των πιστωτών, ανεξάρτητα από το εάν συμμετείχαν στην διαδικασία της διαπραγμάτευσης ή στην υπογραφή της.

Αποτιμώντας κριτικά τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, μπορεί κανείς να διατυπώσει το γενικότερο συμπέρασμα ότι οι επιδιωκόμενες μέσω αυτού στοχεύσεις κινούνται καταρχήν προς την ορθή κατεύθυνση, αποτελώντας αδήριτη ανάγκη της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας, ωστόσο οι επιμέρους ρυθμίσεις του παρουσιάζουν ορισμένες ελλείψεις που θα πρέπει να αναθεωρηθούν, με σκοπό να καταστεί η προτεινόμενη διαδικασία ρύθμισης ένα αποτελεσματικό μέσο για την αναδιάρθρωση και διάσωση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, στα αρνητικά του νομοσχεδίου θα πρέπει να συμπεριληφθεί η πρόβλεψη της ύπαρξης μίας τουλάχιστον κερδοφόρας χρήσης κατά την τελευταία τριετία, καθώς με αυτήν αποκλείεται αυτομάτως από την δυνατότητα ένταξης στην ρύθμιση ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που έχουν πραγματική ανάγκη από αναδιάρθρωση. Από την άλλη μεριά, ως ανεπιτυχής θα πρέπει να θεωρηθεί και η πρόβλεψη του Νομοσχεδίου ότι για την ένταξη στην ρύθμιση δεν θα πρέπει να ανήκει σε έναν πιστωτή ποσοστό μεγαλύτερο από το 85% των οφειλών, αφού σε αυτήν την περίπτωση εντάσσεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, οι οποίες με τον τρόπο αυτό αποκλείονται από την δυνατότητα διευθέτησης των οφειλών τους, χωρίς να δικαιολογείται ο αποκλεισμός αυτός από κάποιον αντικειμενικό και επαρκή λόγο.

Από την άλλη πλευρά, στα αρνητικά σημεία του Νομοσχεδίου θα πρέπει να συμπεριληφθεί και ο αποκλεισμός των επιχειρήσεων που έχουν διακόψει την άσκηση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Σημειώνεται ότι οι επιχειρηματίες φυσικά πρόσωπα που έχουν διακόψει την επιχειρηματική τους δραστηριότητα δεν μπορούν να υπαχθούν στον Νόμο Κατσέλη (Ν. 3869/2010), εφόσον η μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών επήλθε κατά τον χρόνο που ασκούσαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Τα πρόσωπα αυτά, επομένως, στερούνται τόσο της δυνατότητας να υπαχθούν στον Νόμο Κατσέλη όσο και της δυνατότητας να επιδιώξουν την ρύθμιση των οφειλών τους με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, παραμένοντας συνακόλουθα παντελώς απροστάτευτα, αφού αδυνατούν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους. Στο ίδιο πνεύμα, ατυχής θα πρέπει να θεωρηθεί και ο αποκλεισμός των ελεύθερων επαγγελματιών, ο οποίος αιτιολογήθηκε με την επίκληση της δυνατότητας αυτών να υπαχθούν στον Νόμο Κατσέλη (Ν. 3869/2010). Πράγματι, ο Νόμος Κατσέλη θέτει σε πολλά σημεία αυστηρότερες προϋποθέσεις για την ρύθμιση των οφειλών σε σχέση με τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό, ενώ σε κάθε περίπτωση η διαδικασία ένταξης στον Νόμο Κατσέλη αφενός είναι δικαστική και αφετέρου απαιτεί μεγαλύτερο κόστος και περισσότερο χρόνο.

Στον αντίποδα των ανωτέρω, θα πρέπει να επικροτηθεί η νομοθετική επιλογή να διορίζονται ως συντονιστές διαπιστευμένοι μεσολαβητές, οι οποίοι, ενόψει της δικηγορικής τους ιδιότητας, διαθέτουν καταρχήν όλα τα εχέγγυα και το γνωστικό υπόβαθρο για να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην αποτελεσματική υλοποίηση των στοχεύσεων του νομοσχεδίου. Θετικές κρίνονται και οι προβλέψεις του νομοσχεδίου που αφορούν την δικαστική επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, αφού επιδιώκεται η επιτάχυνση της διαδικασίας, με μόνο τρωτό σημείο την καθιέρωση καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, το οποίο δεν χαρακτηρίζεται από την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων που φέρονται ενώπιόν του. Δεδομένης της μεγάλης εμπειρίας που έχουν αποκτήσει τα Ειρηνοδικεία σε θέματα ρύθμισης οφειλών μέσω της εφαρμογής του Νόμου Κατσέλη, ευκταία θα ήταν η καθιέρωση της αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, καθώς εκ των πραγμάτων η διαδικασία ενώπιον τους είναι ταχύτερη και οικονομικότερη.

Περαιτέρω, ως θετικές πρέπει να χαρακτηριστούν οι επιδιώξεις του νομοθέτη για ταχεία περαίωση της διαδικασίας, με αξιοποίηση μάλιστα ηλεκτρονικών μέσων, αλλά και η πρόβλεψη του άρθρου 13 ότι από την ημερομηνία αποστολής πρόσκλησης στους πιστωτές από τον συντονιστή και για χρονικό διάστημα εβδομήντα (70) ημερών, αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη. Το διάστημα των εβδομήντα (70) ημερών προφανώς προβλέφθηκε με την προοπτική ότι η όλη διαδικασία σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας θα έχει ολοκληρωθεί εντός του εν λόγω χρονικού διαστήματος, κάτι που βέβαια μένει να διαπιστωθεί στην πράξη. Το Νομοσχέδιο προβλέπει, βέβαια, την δυνατότητα δικαστικής παράτασης της αναστολής, ωστόσο προϋποθέτει την ρητή συναίνεση της απόλυτης πλειοψηφίας των πιστωτών, ρύθμιση που θα μπορούσε να μετριασθεί, ώστε να επιτρέπεται παράταση της αναστολής και χωρίς την ρητή συναίνεση των πιστωτών, εφόσον διαπιστώνεται ότι η καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του οφειλέτη.

Τέλος, μολονότι εκ πρώτης όψεως μπορεί να θεωρηθεί θετική από τους οφειλέτες η μη υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου κατά την διαδικασία, εντούτοις στην πράξη η σύμπραξη δικηγόρου, ενόψει της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζει μία διαδικασία ρύθμισης οφειλών, θα πρέπει να θεωρείται απαραίτητη για την προάσπιση των εννόμων συμφερόντων του οφειλέτη.

Ανακεφαλαιώνοντας, θα πρέπει να επικροτηθούν οι επιδιωκόμενες μέσω του νομοσχεδίου στοχεύσεις, ωστόσο συνιστάται η αναθεώρηση ορισμένων από τις προβλέψεις του, ιδίως σε ό,τι αφορά τα δυνάμενα να υπαχθούν στην ρύθμιση πρόσωπα, κατά τρόπο ώστε να διερυνθεί κατά το δυνατόν το πεδίο εφαρμογής του εξωδικαστικού μηχανισμού σε όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις, κάτι που μόνο ευεργετικά αποτελέσματα θα επιφέρει στην εθνική οικονομία.

Δάφνη I. Σιώπη
Δικηγόρος LLM
Αγίας Σοφίας 24, Θεσσαλονίκη
Τ. 2313 079293, 6977 568673
Ε. [email protected]
W. www.siopi-law.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα