Το δημόσιο χρέος one-on-one

Του Χρήστου Τσαπακίδη

Μία από τις εκθέσεις που μας απασχόλησαν αρκετά αυτή την εβδομάδα ήταν αυτή με τίτλο “Social Justice in the EU – Index Report 2016”, από το Ίδρυμα Bertelsmann. Σε αυτή επιβεβαιώνεται για μία ακόμα φορά ότι η χώρα μας είναι ουραγός στην ΕΕ όσον αφορά σε δείκτες που έχουν μεγάλη σημασία. Η Ελλάδα πάτωσε στον Δείκτη Κοινωνικής Δικαιοσύνης ανάμεσα στις 28 χώρες της ΕΕ, ούσα τελευταία σε τρεις από τους έξι υποδείκτες που συνθέτουν τον συγκεκριμένο

δείκτη: στην αποτροπή της φτώχειας, την πρόσβαση στην αγορά εργασίας και τη διαγενεακή δικαιοσύνη. Στον τελευταίο, δε, υποδείκτη, καταλυτικό ρόλο έπαιξε το μέγεθος του δημόσιου χρέους. «Αν και τα δημοσιονομικά ελλείμματα αποκλιμακώθηκαν μέσω της εφαρμογής αυστηρών πολιτικών λιτότητας, το επίπεδο του χρέους παραμένει τρομακτικά υψηλό. Τα δημοσιονομικά βάρη για τους νέους του σήμερα, αλλά και για τις μελλοντικές γενιές είναι τεράστια», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.

Αυτή είναι ίσως και η πιο τρομακτική επίπτωση του ελληνικού χρέους: η υποθήκευση της νέας, αλλά και των μελλοντικών γενεών, καθώς το δυσθεώρητο 180% του ΑΕΠ που καλούνται αυτές να αποπληρώσουν θα χρειαστεί δεκαετίες φειδωλών δημόσιων πολιτικών. Την ίδια στιγμή, αποτελεί και το μεγαλύτερο σημείο τριβής μέσα στο ίδιο το κουαρτέτο των θεσμών, με το ΔΝΤ από τη μία να εγείρει αμφιβολίες για τη βιωσιμότητά του, ζητώντας μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα, και την Επιτροπή/ΕΚΤ/ΕΣΜ από την άλλη να διαφωνεί με αυτή τη θέση. Ως εκ τούτου, η συζήτηση για το χρέος έχει πάρει φωτιά και ο διάλογος σχετικά με τα θεμελιώδη του είναι πάντα ευπρόσδεκτος.

Ένας τέτοιος διάλογος πραγματοποιήθηκε και την περασμένη Τετάρτη, 7 Δεκεμβρίου στο Aegean College, από την Κοινότητα Διαλόγου Σύνθεσις, σε συνεργασία με το Aegean Research Centre και το Κέντρο Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου. Το θέμα ήταν «Ελληνικό Δημόσιο Χρέος και Ευρωπαϊκές Εξελίξεις» και συμμετείχαν ο Χρήστος Τριαντόπουλος, ερευνητής του ΚΕΠΕ και πρόεδρος της Σύνθεσις, ο Αντώνης Μαρσέλος-Μασσέλος, Διευθυντής Γραφείου Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και ο Νίκος Λυμούρης, Συντονιστής Κέντρου Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης, ενώ συντόνισε ο δημοσιογράφος Ντίνος Ρητινιώτης.

Τη συζήτηση άνοιξε ο Χρήστος Τριαντόπουλος, ο οποίος απάντησε σε βασικά ερωτήματα σχετικά με το δημόσιο χρέος, όπως πώς προκύπτει, αν είναι ορθό να δημιουργείται και υπό ποιες προϋποθέσεις, πότε είναι μη βιώσιμο και πώς μειώνεται. Σε αυτό το πλαίσιο επαναλήφθηκε η ευρέως αποδεκτή θέση ότι το χρέος (μέσω της δημιουργίας ελλειμμάτων) δεν είναι πάντα κακό - αρκεί να κινείται σε λελογισμένα επίπεδα. Όταν για παράδειγμα οι δαπάνες του κράτους αφορούν επενδύσεις, έργα σε τομείς που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας, δημιουργούνται προϋποθέσεις ανάπτυξης, δημιουργείται πλούτος που θα οδηγήσει σε διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ως εκ τούτου περισσότερα έσοδα, προκειμένου να καλυφθεί το δημοσιονομικό άνοιγμα που ανελήφθη στην αρχή της διαδικασίας.

«Αυτό, όμως, σίγουρα δεν έγινε στην Ελλάδα και δεν γίνεται πολλές φορές», έσπευσε να συμπληρώσει ο ομιλητής, προσθέτοντας: «Η δημοσιονομική επέκταση συνοδεύεται από μία νέα δημοσιονομική επέκταση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ελλειμμάτων. […] Ένας δημοσιονομικός εκτροχιασμός σε συνδυασμό με αντίστοιχες επιπτώσεις στην παραγωγική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε μία συσσώρευση του δημοσίου χρέους. Οι συνέπειες αφορούν πολλαπλά επίπεδα: Εκτοπισμός της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, αύξηση του κόστους δανεισμού, επιβάρυνση της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας (όχι μόνο του κράτους), συρρίκνωση των περιθωρίων αντικυκλικής πολιτικής, αδυναμία στήριξης των επενδύσεων και της απασχόλησης, μακροοικονομική αστάθεια, τρωτότητα στις διεθνείς χρηματοοικονομικές εξελίξεις και διόγκωση της διαγενεακής αδικίας στην κατανομή βαρών».

Όλα αυτά μπορούν να υποσκάψουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η οποία μετριέται βάσει δύο δεικτών: α) Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ώστε να σταθμίζεται με το μέγεθος της οικονομίας που θα το «αποπληρώσει», και αφορά οικονομίες που δανείζονται με όρους διεθνών αγορών (ιδιωτικός τομέας) ή β) τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (gross financing needs) ως ποσοστό του ΑΕΠ, ώστε να διασφαλίζεται (ετησίως) ότι μία οικονομία θα μπορεί να ανταποκρίνεται στη διαχείριση του δημοσίου χρέους και αφορά οικονομία που δανείζονται από σχήμα αρωγής (επίσημος τομέας). «Ωστόσο, αυτό που, επί της ουσίας, καθορίζει εάν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο ή όχι είναι η ικανότητα άντλησης χρηματοδότησης από τις αγορές ή όχι», ήταν η παραδοχή του κ. Τριαντόπουλου.

Όσον αφορά στην ελληνική περίπτωση, για τη επίτευξη της βιωσιμότητας, το 2012 πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη διαγραφή δημοσίου χρέους, σε ένα περιβάλλον οικειοθελούς διεθνούς συμμετοχής. Η διττή διαγραφή της ονομαστικής αξίας του δημοσίου χρέους περιλάμβανε: α) Τη συμφωνία για το PSI (πρώτο μισό 2012), όπου διαγράφηκε το 53,5% τίτλων του ελληνικού δημοσίου που κατείχαν ιδιώτες επενδυτές, β) τη συμφωνία για το Debt buy-back (δεύτερο μισό 2012), μέσω της επαναγοράς και ανταλλαγής ομολόγων του δημοσίου διαγράφηκε το 66,2% τίτλων του ελληνικού που κατείχαν ιδιώτες. Έτσι, η ονομαστική αξία του δημόσιου χρέος (της κεντρικής διοίκησης) μειώθηκε αθροιστικά κατά 127 δισ. ευρώ, όταν το ΑΕΠ του 2012 διαμορφώθηκε στα 191,2 δισ. ευρώ.

Ακόμα και αυτές οι ενέργειες, όμως, δεν ήταν αρκετές για να αποτραπεί η ανοδική πορεία του ελληνικού δημόσιου χρέους, το οποίο συνεχίζει να αυξάνεται όσο παραμένουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, έστω και με βραδύτερους ρυθμούς. «Στο πλαίσιο της συνεργασίας με τους εταίρους και πιστωτές, τα βήματα για τη διασφάλιση της νέας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους αφορούν στην (περαιτέρω) βελτίωση του κόστους και του τρόπου εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους από τον επίσημο τομέα και στην (περαιτέρω) ομαλοποίηση των ωριμάνσεων και την καλύτερη κατανομή του χαρτοφυλακίου του επίσημου τομέα μεταξύ των ετών των επόμενων δεκαετιών. Πρόκειται για τεχνικά μέτρα βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου ορίζοντα για την ενδυνάμωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, που θα υλοποιούνται ανάλογα με την πορεία υλοποίησης του προγράμματος οικονομικής πολιτικής», τόνισε ο ομιλητής.

Ο ίδιος συνέχισε λέγοντας: «Προς αυτή την κατεύθυνση, και παράλληλα με το σχετικό σχεδιασμό, κρίσιμα σημεία είναι: α) Η ισχυρή διασφάλιση του δημοσίου χρέους από τον επιτοκιακό κίνδυνο, καθώς το ενδεχόμενο αύξησης του επιτοκίου της ΕΚΤ θα επιβαρύνει το χρέος (69% του χρέους είναι κυμαινόμενου επιτοκίου). β) Η σταδιακή επανένταξη στη θεσμική συζήτηση της βιωσιμότητας του ενδεχομένου μείωσης ενός (μικρού) μέρους της ονομαστικής αξίας τους χρέους. γ) Η διασύνδεση των δεσμεύσεων και μέτρων ελάφρυνσης και εξομάλυνσης του δημοσίου χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ωστόσο, για να καταφέρει το ελληνικό δημόσιο χρέος να εισέλθει σε μία κατάσταση όπου δεν θα υπάρχει ανησυχία για τη βιωσιμότητά του, θα πρέπει η εγχώρια οικονομία, παράλληλα με τις συνθήκες δημοσιονομικής σταθερότητας, σε βρεθεί σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης».

Από την πλευρά του ο Αντώνης Μασσέλος-Μαρσέλος ανέπτυξε τα τεχνικά ζητήματα που αφορούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους, όπως αυτά αποφασίστηκαν στο πρόσφατο Eurogroup, και ανέλυσε τα επόμενα βήματα, ώστε η Ελλάδα να καταφέρει να ενταχθεί το συντομότερο δυνατόν στο σχήμα της ποσοτικής χαλάρωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Στη συνέχεια ο Νίκος Λυμούρης επικεντρώθηκε στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι «λίγους μήνες μετά την απόφαση του βρετανικού λαού για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έναν περίπου μήνα μετά το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και λίγες μόνο ημέρες μετά το ιταλικό δημοψήφισμα και τις επαναληπτικές εκλογές της Αυστρίας, η Ευρώπη μπαίνει σε μια χρονιά που χαρακτηρίζεται από συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις σε κράτη μέλη της Ευρώπης, τα οποία αποτελούν τον βαθύ πυρήνα της Ένωσης. Κράτη-ιδρυτικά μέλη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, κράτη που ιστορικά φέρουν ως σημαία τους την ανάγκη για μια μεγαλύτερη και ισχυρότερη Ευρώπη. Μια χρονιά, μάλιστα, η οποία συμπίπτει και με τον εορτασμό των 60 ετών από την υπογραφή της Συνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι αν τέτοια εποχή του χρόνου θα είμαστε σε θέση να μεταφέρουμε κάποια θετικά μηνύματα για το μέλλον του ενοποιητικού εγχειρήματος, ή αν θα βρισκόμαστε στην αρχή μιας ευρύτερης θεσμικής κρίσης (πέραν της οικονομικής και της προσφυγικής), αιτία της επικράτησης των λαϊκιστικών ξενοφοβικών εθνικιστικών σειρήνων, οι οποίες, δυστυχώς, ηχούν εύηχα στα αυτιά των ευρωπαίων πολιτών, που έχουν πληγεί από την ανεργία και τη λιτότητα […]».

Keywords
Τυχαία Θέματα