Θ. Πελαγίδης: Πώς ΔΝΤ και κυβέρνηση «σκοτώνουν» την οικονομία

Μία εντελώς διαφορετική άποψη αναφορικά με το ελληνικό χρέος αλλά και την ούτως ή άλλως «περίεργη» ταύτιση απόψεων μεταξύ ΔΝΤ και κυβέρνησης τόσο για την ανάγκη να υπάρξει αναδιάρθρωσή του όσο και για την επιλογή τους κυριολεκτικά να θέσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα την ελληνική οικονομία μέσω της υπερφορολόγησης, εκφράζει ο κ. Θ. Πελαγίδης, οικονομολόγος και συνεργάτης του Brookings Institute.

Ο Έλληνας οικονομολόγος παραθέτει μία σειρά στοιχείων

βάσει των οποίων υποδεικνύεται ότι το βάρος αποπληρωμής του χρέους δεν είναι σε καμία περίπτωση καταστροφικό, ενώ παράλληλα αυτό μπορεί να καταστεί εξ ορισμού βιώσιμο εάν ακολουθηθούν πολιτικές που στηρίζουν την ανάπτυξη και ως εκ τούτου «διογκώνουν» το ΑΕΠ, μειώνοντας, παράλληλα, την επί τοις εκατό αποτίμηση του χρέους επί αυτού.

Ο παραπάνω, όμως, στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί όσο υπάρχει πραγματική φορολογική λαίλαπα, η οποία γονατίζει πολίτες και επιχειρήσεις και καθιστά «μη επενδύσιμη» χώρα την Ελλάδα.

Αναλυτικότερα το άρθρο του Έλληνα οικονομολόγου έχει ως ακολούθως:

«Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε το Ανεξάρτητο Γραφείο Αξιολόγησης (ΙΕΟ) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τις αποτυχίες της πολιτικής του Ταμείου σε περιπτώσεις όπως της Ελλάδας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο του Landon Thoms Jr. «IMF Assesment Hints at Internal Struggle» που δημοσιεύθηκε στους «New York Times» (20/10/2016), εγείρει μία σειρά ερωτήσεων. Όμως καμία από τις βασικές ερωτήσεις δεν έχουν να κάνουν με τα εμπόδια που αντιμετώπισε το ΙΕΟ στην προσπάθειά του να αξιολογήσει το ΔΝΤ, όπως υποστηρίζει το άρθρο των «Times».

Αντίθετα αφορούν την ουσία του τρέχοντος τρίτου ελληνικού προγράμματος και κυρίως τη στάση του ΔΝΤ αναφορικά με τη (μη) βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, μία θέση που το φέρει σε απόλυτη αντίθεση με αυτά που φαίνεται ότι πιστεύουν οι Ευρωπαίοι πιστωτές.

Η πρότερη στάση του ΔΝΤ ότι το ελληνικό χρέος ήταν βιώσιμο τέλειωσε τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 2014, δηλαδή την εποχή που θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί η πέμπτη αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος. Η λογική του Ταμείου φαίνεται ότι ήταν πως το πρόγραμμα εκτροχιάστηκε εξαιτίας των πολιτικών της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα στο α' εξάμηνο του 2015.

Στην πραγματικότητα πιθανή ενίσχυση του ΑΠΕ κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες ετησίως τόσο το 2015 όσο και το 2016 τελικά χάθηκε, εξαιτίας της απρόκλητης κακοδιαχείρισης της οικονομίας από την τρέχουσα άκρο-αριστερή, άκρο-δεξιά ελληνική κυβέρνηση. Κατόπιν υπήρξε μία νέα συμφωνία μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και πιστωτών με τον φιλόδοξο στόχο να αποφευχθεί η ελληνική χρεοκοπία και να επιτευχθεί, γρήγορα, ανάπτυξη.

Όμως τώρα το ΔΝΤ διαχωρίζει τη θέση του και δεν συμμετέχει στο πρόγραμμα, υποστηρίζοντας ότι το χρέος είναι μη βιώσιμο και ως εκ τούτου το ίδιο δεν μπορεί να παράσχει οικονομική βοήθεια. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι ότι εάν το πρόγραμμα έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε ανάκαμψη και να επιτρέψει την έξοδο της χώρας στις αγορές το 2018, πως γίνεται την ίδια στιγμή το χρέος να είναι μη βιώσιμο;

Στην πραγματικότητα, πόσο βαρύ είναι το πρόγραμμα αποπληρωμών που έχει η Ελλάδα; Στον ακόλουθο πίνακα αποδεικνύεται ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο ακραία. Από μία άποψη είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε την Ελλάδα με την Πορτογαλία, δύο «παρόμοιες» χώρες με περίπου το ίδιο ΑΕΠ. Ο πίνακας δείχνει ότι έως το 2025 η Πορτογαλία θα πρέπει να καταβάλλει 50% περισσότερες πληρωμές (χρέους) ως ποσοστό επί του ΑΕΠ σε σύγκριση με την Ελλάδα. Ιρλανδία, Ιταλία και Ισπανία είναι σε ακόμη πιο δύσκολη κατάσταση.

Παράλληλα τα υψηλά επιτόκια δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιχείρημα, καθώς το μέσο επιτόκιο που πληρώνει η Ελλάδα είναι 2,6%, δηλαδή το μικρότερο μεταξύ των πέντε χωρών.

Τι είναι αυτό, όμως, που προσφέρει στήριγμα στην αδιάλλακτη θέση του ΔΝΤ; Πρόκειται για μία δημοφιλή, όχι μόνο για το ΔΝΤ αλλά για την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτικών, άποψη που λέει ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά είναι μη ρεαλιστική και αποστέλλει σε αγορές και επενδυτές το μήνυμα ότι η Ελλάδα θα αποτύχει.

Αλλά εάν καταγραφεί με απόλυτους αριθμούς αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να «μεταφραστεί» σε διαφορετικό ποσοστό επί του ΑΕΠ. Το 3,5% του ΑΕΠ είναι περίπου έξι δισ. ευρώ. Το ίδιο ποσό, εάν για παράδειγμα επιτευχθεί ονομαστική ανάπτυξη 5% έως 6% θα υποχωρήσει στο 2,5% του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου μία πιο δυναμική αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί την εξέταση του ρυθμού ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ και μετά να υπάρξει επικέντρωση στο χρέος ή στους δημοσιονομικούς στόχους.

Η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος από το καλοκαίρι του 2015, έχει, για μία ακόμη φορά, τοποθετήσει το μεγαλύτερο βάρος της προσαρμογής στην παραγωγική, ιδιωτική οικονομία, απλά μέσω της υπέρ-φορολόγησης. Είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσεις πώς ένας οργανισμός όπως το ΔΝΤ συμφωνεί με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εφαρμογή μίας πολιτικής που βασίζεται στην υπέρ-φορολόγηση και σκοτώνει την ανάκαμψη, δηλαδή σε δύο παράγοντες που εκ προοιμίου καθιστούν αδύνατη την επίτευξη τόσο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ όσο και βιώσιμου χρέους.

Όμως το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα το ΑΕΠ είναι εξαιρετικά αδύναμο και η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 1,7% του ΑΕΠ για το 2017 και 3,5% για το 2018 μοιάζει αδύνατη.

Τα συμπεράσματά μου είναι τα ακόλουθα:

Το χρέος είναι βιώσιμο, εάν η ανάκαμψη βρίσκεται ένα βήμα μακριά. Η εκτίμηση του Ταμείου ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο φαίνεται ότι στηρίζεται στην πίστη ότι δεν θα επέλθει, σύντομα, ανάκαμψη, ιδιαίτερα από τη στιγμή που το πρόγραμμα απαιτεί πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ποιος ήταν αυτός που υπαγόρευσε αυτή τη φορολογική παράνοια;Η υπέρ-φορολόγηση, εκ νέου, σκοτώνει την οικονομία. Το να συμφωνήσεις σε αυτή τη συνταγή και μετά να λες ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι ρεαλιστικά -και επομένως το χρέος είναι μη βιώσιμο- δεν βγάζει νόημα. Εάν οι δημοσιονομικοί στόχοι είναι αναίτια υψηλοί και επομένως το χρέος καθίσταται μη βιώσιμο, σας παρακαλώ κάντε κάτι σχετικά με αυτό και θέστε βέτο στην πολιτική που σκοτώνει την ανάπτυξη!Όντας αντιμέτωπες με φορολογική παράνοια, οι επιχειρήσεις μειώνουν τους μισθούς και προσλαμβάνουν εργαζόμενους με μειωμένο ωράριο. Οι δαπάνες υποχωρούν και το ΑΕΠ συρρικνώνεται. Οι ξένοι επενδυτές και οι αγορές βλέπουν ότι η οικονομία δεν θα ανακάμψει και ότι η χώρα θα χρειαστεί κάποιου είδους αναδιάρθρωση του χρέους. Ως εκ τούτου χρήματα από το εξωτερικό δεν πρόκειται να έρθουν σύντομα, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προοπτικές ανάπτυξης για την επόμενη διετία».
Keywords
Τυχαία Θέματα