Συντεχνίες και ιδεοληψίες εις βάρος της πόλης και των πολλών

Η πόλη πάει μόνη της χωρίς καν αυτόματο πιλότο. Η Αθήνα έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη της και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στην ιστορία της χώρας.

Το καινοφανές όμως στις μέρες μας είναι ότι η εγκατάλειψη αυτή είναι αδικαιολόγητα εσκεμμένη και απροκάλυπτα κατευθυνόμενη. Σε ένα τέτοιο κυριολεκτικά και μεταφορικά τοξικό περιβάλλον, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της έχει ήδη παρατήσει την πόλη για τα προάστια προκειμένου να βρει εκεί την ποιότητα ζωής που ψάχνει.

Όσοι παραμένουν στο κέντρο της, ανέχονται

βαρέως την παρούσα κατάσταση προσπαθώντας να ζήσουν την ζωή τους σε μικρές εναπομείνασες νησίδες πολιτισμού.

Τελευταίως μας προέκυψε και μια ομάδα φανατικών που βρήκε την ευκαιρία να ικανοποιήσει απωθημένα χρόνων και να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά στην πόλη ενισχύοντας φαινόμενα ανομίας και ανακόπτοντας κάθε ελπίδα για βελτίωση του κέντρου και επαναπατρισμό των απολεσθέντων κατοίκων της.

Η εμπειρία που απεκόμισα από την δράση μου στα κοινά των Αθηνών από το 2003, όταν και ιδρύθηκε η πρώτη μάλλον σύγχρονη δεξαμενή σκέψης για την Αθήνα, η ομάδα συμμετοχικής πολεοδομίας μπλάνκο, μέχρι και σήμερα που εξακολουθώ να κατοικώ και να ενεργώ στο κέντρο της πόλης, η εμπειρία λοιπόν αυτή με αναγκάζει να βλέπω και να γράφω τα πράγματα απλά.

Δυστυχώς ορισμένα επαγγέλματα κρατούν αποκλειστικά για τον εαυτό τους την τύχη ορισμένων θεμάτων. Ίσως τούτη η νοοτροπία να υπαγορεύεται από την καθιερωμένη λογική της συντεχνίας, μάλλον όμως είναι κάτι πιο βαθύ και ανθρωπολογικό, που δεν είναι της παρούσης. Όπως δηλαδή οι στρατιωτικοί νομίζουν πως ξέρουν καλύτερα τα εθνικά θέματα και δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους ή οι αρχαιολόγοι δεν σηκώνουν κουβέντα για τα της πολιτιστικής κληρονομιάς έτσι και οι αρχιτέκτονες πιστεύουν πως γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα μας τα ζητήματα και τα ζητούμενα της πόλης και ως εκ τούτου επιζητούν την πρωτοκαθεδρία.

Στην συντεχνιακή αυτή λογική προστίθεται και το αναπόδραστο, καθοριστικό και εν πολλοίς αλλοτριωτικό στοιχείο του οικονομικού συμφέροντος. Διότι στην προκειμένη περίπτωση είναι πολύ εύλογο και θεμιτό αλλά την ίδια στιγμή φιλύποπτο μία μεγάλη μερίς των αρχιτεκτόνων να τάσσεται αναφανδόν υπέρ των μεγάλων έργων και αναπλάσεων ακόμα κι όταν δεν υπάρχει ανάγκη για μεγάλες αναπλάσεις, ακόμα κι όταν οι συνθήκες υποδεικνύουν μια άλλη λύση πιο μικρή και έξυπνη ή ακόμα ακόμα όταν δεν υπάρχουν και τα χρήματα.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο φιάσκο της πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου, την οποία - ανεξάρτητα από την κριτική που δέχθηκε στον τόπο μας – ακύρωσε τελικά η ευρωπαϊκή ένωση καθώς έκρινε ότι στην πόλη συντρέχουν άλλες κρισιμότερες προτεραιότητες. Θυμάμαι ακόμα έναν μεγαλόσχημο αρχιτέκτονα να δηλώνει την εποχή εκείνη μεγαλοφώνως και μεγαλοπρεπώς «... ή αυτό (και έδειχνε την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου) ή τίποτα...». Η πόλη μας ανήκει θα ταίριαζε να δηλώσει μετά ειλικρινώς και οπαδικώς.

Από τη μια πλευρά είναι πολύ αισιόδοξο το γεγονός ότι τα θέματα πόλης έρχονται επιτέλους στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας αλλά από την άλλη πλευρά θα πρέπει όλοι να κατανοήσουν και να αναγνωρίσουν πως τα θέματα αυτά είναι κοινά και απαιτούν διάλογο μεταξύ όλων. Ως εκ τούτου τα αθηναϊκά ζητήματα -χωρίς να τους αφαιρείται ο εγγενής πολιτικοοικονομικός τους χαρακτήρας- δεν πρέπει να συνδέονται απαραιτήτως ούτε με αρχιτεκτονικά/εργολαβικά επαγγελματικά συμφέροντα, τα οποία ομολογουμένως έχουν ανεπανόρθωτα πληγεί κατά την περίοδο της κρίσης, ούτε όμως και με ιδεολογικά προτάγματα φανατικών.

Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός πως οι αρχιτέκτονες κατέχουν ειδικές γνώσεις και βαρύνουσα υπογραφή σχετικά με τα έργα στην πόλη. Την άποψη όμως ότι αρκετοί αρχιτέκτονες αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη των κοινών την εκφράζουν και πολλοί συνάδελφοί τους αρχιτέκτονες, οι οποίοι σαφώς και δεν πρέπει να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους στην παρούσα μικρή κριτική. Στο κάτω κάτω της γραφής ας αφιέρωναν χρόνο στην υπόθεση της Αθήνας και άλλοι άνθρωποι από άλλες συντεχνίες. Αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι σήμερα νοιάζονται μόνο για τη δουλειά τους και περιμένουν πάντα από κάποιους άλλους να διορθώσουν τα κακώς κείμενα.

Κρίμα πάντως, διότι με γόνιμο διάλογο ανάμεσα σε όλους θα μπορούσαμε να νοηματοδοτήσουμε ξανά την πολιτική και την οικονομία με βάση τα κοινά μιας πόλης. Πριν την αρχιτεκτονική οφείλουμε να καλλιεργήσουμε σε όλους τους πολίτες πολεοδομική συνείδηση ενώ μετά την αρχιτεκτονική πρέπει να επιδεικνύουμε αυξημένη ευθύνη. Υπάρχει πάντως ακόμη έδαφος για μια τέτοια θετική εξέλιξη αρκεί οι συμμετέχοντες στα κοινά να δείξουν ζήλο και να αφιερώσουν χρόνο.

Η σημερινή υποβάθμιση της Αθήνας δεν οφείλεται φυσικά στους αρχιτέκτονες. Μία διάσταση του προβλήματος απλώς τονίσαμε εδώ. Οι αρχιτέκτονες θα μπορούσαν απλώς να είχαν βοηθήσει περισσότερο. Μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν και θα πρέπει με γενναιότητα να την ομολογήσουν οι φανατικοί αριστεριστές, οι οποίοι συνεπείς με τις ιδέες τους ονειρεύονται μια Αθήνα χωρίς τις "καλές οικογένειες" του παρελθόντος, τις γιαγιάδες, τους παππούδες, τα παιδιά ντυμένα ιππότες στο Πεδίον του Άρεως, χωρίς ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια, χωρίς αντίπαλα επιχειρήματα ή συνθήματα σε αίθουσες και τοίχους και γενικώς δίχως όλα όσα καταχωρούν οι ίδιοι ως αντιδραστικά στοιχεία. Εξάλλου εκείνοι -σε αντίθεση με τα υπονοούμενα του μεγαλόσχημου πιο πάνω αρχιτέκτονα- ευθέως φωνάζουν και γράφουν ότι η πόλη τους ανήκει. Η μεταπολεμική δεξιά άλλωστε τους έχει προ πολλού παραδώσει ελεύθερο το πεδίο της πόλης ασχολούμενη σχεδόν αποκλειστικά με την επαρχία και τα ρουσφέτια της.

Η πόλη όμως έχει χώρο για όλους και όσους περισσότερους έχει μέσα της τόσες πιο ενδιαφέρουσες ζυμώσεις θα γίνουν, όπως άλλωστε συνέβη στην Αθήνα την δεκαετία του ογδόντα.

Παλιότερα οι οπαδοί του ταξικού μίσους και της μικροπαραβατικότητας προσπαθούσαν μόνο με δικές τους δυνάμεις να προκαλέσουν τις προϋποθέσεις για μια τέτοια μονοσήμαντη πόλη. Τα αποτελέσματα τους ήταν αναπόφευκτα μερικά και σημειακά καθώς στην πόλη ενεργούσαν και επενεργούσαν πολλοί με ωφελημένη στο τέλος την ίδια την πόλη, η οποία εμφανιζόταν (και ήταν) δυναμική , γεμάτη ιδέες, διαδικασίες και διεργασίες.

Σήμερα όμως οι φανατικές αυτές απόψεις περιθάλπονται και πριμοδοτούνται από το ίδιο το κράτος. Τρανταχτό παράδειγμα η μελαγχολική κατάσταση που επικρατεί στο Πεδίον του Άρεως, το ανυπόφορα πραγματικό άβατο της πόλης. Παρά τις εκδηλώσεις άλλοθι που οργανώνει στις μεγάλες γιορτές και σε μικρές γωνιές του πάρκου η Περιφέρεια Αττικής, στην οποία και ανήκει το Πεδίον του Άρεως, η κατάσταση παραμένει απαγορευτική για τους κατ' εξοχήν φίλους του πάρκου, τα παιδιά.

Αν ίσως στο τέλος σας περνούν από τον νου άλλες αιτίες πιο διάσημες για την σημερινή κατάσταση της πόλης, όπως το μεταναστευτικό ή το οικονομικό, δίκιο θα 'χετε και σεις αλλά εκ πείρας πάλι γράφω και ενημερώνω ότι όλα πια μπορεί να τα χωρέσει και να τα υποφέρει η Αθήνα πλην του φανατισμού των λίγων και της αδιαφορίας των πολλών συμπεριλαμβανομένων όλων ημών.

Αλλιώς θα δημιουργηθεί ταχέως και εκ προθέσεως μια δισυπόστατη πόλη . Μία μικρή Αθήνα μόνο για τους τουρίστες και μια μεγάλη υπόλοιπη Αθήνα ακατάλληλη και απροσπέλαστη για τους περισσότερους.

Α και κάτι τελευταίο. Αυτές οι δύο ως άνω κατηγορίες, οι ξερόλες αρχιτέκτονες και οι φανατικοί αριστεριστές, οι μεν με τα project τους οι δε με τις αφίσες τους, συχνά αντιπαρατίθενται μεταξύ τους σημειώνοντας πολύ εύστοχα ο ένας τα κουσούρια του άλλου. Κι εμείς να είμαστε στη μέση. Σαν τα μήλα που παίζαμε παλιά στα σχολεία.

* Ο Στάθης Κεφαλούρος είναι δικηγόρος και εκπρόσωπος δεξαμενής σκέψης για την Αθήνα και συμμετοχικής πολεοδομίας μπλάνκο

Keywords
Τυχαία Θέματα