ΣΕΒ: Η σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων για το μέλλον της εργασίας

Καθώς διανύουμε το τελευταίο 12μηνο που οδηγεί στην ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής, και δεδομένων των υποχρεώσεων για τη δημιουργία διαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων, η χώρα έχει ανάγκη από μια αναπτυξιακή εκτίναξη που θα βάλει την ελληνική οικονομία σε μια βιώσιμη πορεία υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, παραγωγικότητας και εξωστρέφειας του ιδιωτικού τομέα.

Αυτή, αναφέρει ο ΣΕΒ στο καθιερωμένο δελτίο του, είναι η μόνη στρατηγική που μαζί με τον εξορθολογισμό των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου, μπορεί να διασφαλίσει

τα φορολογικά έσοδα που απαιτούνται για την πληρωμή των συντάξεων και την εξυπηρέτηση του χρέους.

Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι και να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Η ανταγωνιστικότητα σε μαζικό επίπεδο δεν προκύπτει με κάποιο μαγικό τρόπο από δημόσια προγράμματα τόνωσης της ανταγωνιστικότητας επιλέξιμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Προκύπτει από μεγάλες επιχειρηματικές επενδύσεις και επενδύσεις υποδομών, που για να αναληφθούν χρειάζεται ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την κερδοφορία περιβάλλον.

Το τελευταίο είναι συνάρτηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ενθάρρυνσης του ανταγωνισμού στην οικονομία και απελευθέρωσης των αγορών. Σημαντική συνεισφορά στην προσπάθεια αυτή έχει η ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Οι κοινωνικοί εταίροι, λαμβάνοντας υπόψη τις πρακτικές σε άλλες χώρες, όπως καταγράφονται από τον ΟΟΣΑ και παρουσιάζονται στο σημερινό δελτίο, πρέπει να βρουν ένα νέο modus vivendi στις εργασιακές σχέσεις, ώστε η χώρα να μην επαναλάβει τα αδιέξοδα των εργασιακών πρακτικών του παρελθόντος που συνέβαλαν στην κρίση που μας έφερε στη σημερινή δυσμενή κατάσταση.

Στη χώρα μας το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων που ίσχυε πριν την κρίση αγνοούσε την αναγκαία διασύνδεση της μακροχρόνιας εξέλιξης των μισθών με την εξέλιξη της παραγωγικότητας, και την ανταγωνιστικότητα των κλάδων των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών. Ο τρόπος καθορισμού των μισθών είχε σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στην ευελιξία των μισθών σε επιχειρησιακό επίπεδο, και ως εκ τούτου, την ανταγωνιστικότητα, τις επενδύσεις και την απασχόληση στην ελληνική οικονομία. Ουσιαστικά, οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις, σε συνδυασμό με την επέκταση, επέβαλαν κατώτατους μισθούς σε ολόκληρους κλάδους ή επαγγέλματα, εμποδίζοντας την αποτελεσματική προσαρμογή στη συγκυρία των επιχειρήσεων που δεν είχαν ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη.

Η μόνη διέξοδος για αυτές ήταν η μείωση της απασχόλησης και η αδήλωτη εργασία, με αποτέλεσμα τη σταδιακή διαμόρφωση υψηλής διαρθρωτικής ανεργίας στη χώρα μας, ειδικότερα στη νεότερη γενιά. Η αγορά εργασίας έχει απελευθερωθεί τα τελευταία χρόνια αποσπασματικά, αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση.

Δεν είναι τυχαία η ανάκαμψη της απασχόλησης από το 2012 και μετά, όταν μειώθηκε ο κατώτατος μισθός και διευκολύνθηκαν πιο ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ώστε να αντιμετωπισθεί η λαίλαπα της ύφεσης, που προήλθε όχι μόνο από την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά και τον τρόπο που αυτή επιχειρήθηκε μέσω της υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων και της εργασίας.

Από την άλλη πλευρά, σε ένα εξαιρετικά δυσμενές υφεσιακό περιβάλλον, το άμεσο αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας ήταν η εμφάνιση αθέμιτων μορφών αδήλωτης εργασίας, με την de facto παράκαμψη ακόμη και αυτού του μειωμένου επιπέδου του κατώτατου μισθού, σε μια προσπάθεια επιβίωσης των μικρών, κυρίως, επιχειρήσεων που πλήττονταν δυσανάλογα από την κρίση και την υπερφορολόγηση. Εάν αποκατασταθούν οι συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης και αυξηθεί η ζήτηση για εργασία, οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν να προσφέρουν υψηλότερους μισθούς και καλύτερους όρους εργασίας ώστε να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες εξειδικεύσεις και, έτσι, σταδιακά, θα «ομαλοποιηθεί» η αγορά εργασίας.

Εάν, όμως η αναπτυξιακή διαδικασία εκτροχιασθεί, τότε καμία επαναφορά του κατώτατου μισθού σε υψηλότερα επίπεδα ή ο εξαναγκασμός των επιχειρήσεων να πληρώνουν μισθούς πέραν των δυνατοτήτων τους με βάση συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε κλαδικό/εθνικό επίπεδο, δεν πρόκειται να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και φορολογικά έσοδα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η «εργασιακή ζούγκλα» στην απασχόληση δεν ευθύνεται για την ύφεση της οικονομίας, αντίθετα προϋπήρχε της κρίσης και εντάθηκε από τη μακροχρόνια ύφεση.

Συνεπώς, η επαναφορά εργασιακών ρυθμίσεων που ίσχυαν πριν την κρίση δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε έξοδο από την ύφεση. Θα οδηγήσουν, αντιθέτως, σε δυσκολότερη επίτευξη διεθνούς ανταγωνιστικότητας, σε απώθηση ξένων επενδύσεων, με δυσμενείς επιπτώσεις για το μέλλον της οικονομίας μας. Αντί λοιπόν να σκιαμαχούμε με το παρελθόν, όλοι, κοινωνικοί εταίροι και ηγεσίες των κομμάτων, οφείλουμε να δείξουμε ειλικρινή διάθεση ενασχόλησης με τα προβλήματα που επιφυλάσσει για το μέλλον της εργασίας η διεθνής και εγχώρια πραγματικότητα, ανοίγοντας τη συζήτηση πέραν των άλλων και για το ανεπίλυτο ασφαλιστικό ζήτημα της χώρας που ροκανίζει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τον κόσμο της εργασίας με απαράδεκτα υψηλές και μη ανταποδοτικές ασφαλιστικές εισφορές. Το βιοτικό επίπεδο και η ατομική ευημερία του καθένα μας εξαρτώνται άμεσα από όλα αυτά τα ζητήματα.

Η ισχύουσα κατάσταση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην αγορά εργασίας διεθνώς

Σύμφωνα με ανάλυση του ΟΟΣΑ (OECD Employment Outlook 2017- Chapter 4), στις αναπτυγμένες οικονομίες- μέλη του ΟΟΣΑ ισχύουν τα εξής:
Η συνδικαλιστική πυκνότητα (ποσοστό εργαζομένων που είναι μέλη εργατικών συνδικάτων) διαμορφώνεται σε 17% το 2015 σε σχέση με 30% το 1985, και ποικίλει από 4,5% στην Εσθονία μέχρι και 92% στην Ισλανδία.

Τα μέλη των εργατικών συνδικάτων (80 εκατ. εργαζόμενοι) είναι κυρίως άνδρες, μεταξύ 25 και 54 ετών, με μέσες ή υψηλές επαγγελματικές δεξιότητες, που δουλεύουν σε μεσαίες ή μεγάλες επιχειρήσεις με μόνιμη σύμβαση εργασίας.

51% των εργαζομένων απασχολούνται σε επιχειρήσεις που είναι μέλη εργοδοτικών οργανώσεων (το ποσοστό αυτό έχει παραμείνει σταθερό τα τελευταία 15 χρόνια).
Στις περισσότερες χώρες, οι μεσαίες και οι μεγάλες επιχειρήσεις εκπροσωπούνται καλύτερα από τις εργοδοτικές οργανώσεις απ' ό,τι οι μικρές επιχειρήσεις.
Κατά μέσο όρο, το μερίδιο των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας σε εθνικό, περιφερειακό, κλαδικό ή επαγγελματικό επίπεδο (155 εκατ. εργαζόμενοι) ποικίλει ανά χώρα και έχει μειωθεί στο 33% το 2015 από 45% το 1985.

Η συρρίκνωση στην κάλυψη ήταν μεγαλύτερη σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και στην Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, και πρόσφατα και στην Ελλάδα. Η κάλυψη έχει παραμείνει σταθερή στις περισσότερες χώρες της Ηπειρωτικής Ευρώπης, με εξαίρεση την Γερμανία, όπου η κάλυψη έχει μειωθεί μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990.

Οι εργαζόμενοι σε μικρές επιχειρήσεις συνήθως δεν καλύπτονται καθώς οι επιχειρήσεις αυτές είτε δεν έχουν τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν μια επιχειρησιακή συμφωνία, είτε δεν υπάρχει εργατικό συνδικάτο ή άλλη μορφή εκπροσώπησης εργαζομένων στην επιχείρηση.

Η κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις είναι υψηλή και σταθερή μόνο σε χώρες όπου η διαπραγμάτευση γίνεται με πολλούς εργοδότες σε κλαδικό ή εθνικό επίπεδο και όπου είτε το μερίδιο των επιχειρήσεων που είναι μέλη εργοδοτικών οργανώσεων είναι υψηλό είτε οι συλλογικές συμβάσεις επεκτείνονται και σε εργαζομένους επιχειρήσεων που δεν είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που υπογράφουν τη σύμβαση είτε τα συνδικάτα διαχειρίζονται το επίδομα ανεργίας (χώρες συστήματος Ghent).
Αντίθετα, σε χώρες όπου οι συλλογικές συμβάσεις υπογράφονται κυρίως σε επιχειρησιακό επίπεδο, η κάλυψη συμβαδίζει με την συνδικαλιστική πυκνότητα.
Στα 2/3 των χωρών του ΟΟΣΑ, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε επιχειρησιακό επίπεδο. Κλαδικές συλλογικές συμβάσεις ισχύουν κυρίως στις χώρες της Ηπειρωτικής Ευρώπης.

Ο βαθμός κεντροποίησης/αποκέντρωσης της διαδικασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας εξαρτάται από το βαθμό ευελιξίας των επιχειρησιακών συμβάσεων όσον αφορά στην τροποποίηση των όρων που έχουν συμφωνηθεί σε ανώτερο επίπεδο.

Στις Σκανδιναβικές χώρες οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις προσδιορίζουν το γενικότερο πλαίσιο αρχών και κανόνων και αφήνουν μεγάλο μέρος της εξειδικευμένης διαπραγμάτευσης αποδοχών και όρων εργασίας στη διακριτική ευχέρεια των συμβαλλόμενων μερών στο επιχειρησιακό επίπεδο.

Στις Σκανδιναβικές χώρες, για παράδειγμα, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις προσδιορίζουν το γενικότερο πλαίσιο αρχών και κανόνων και αφήνουν μεγάλο μέρος της εξειδικευμένης διαπραγμάτευσης αποδοχών και όρων εργασίας στη διακριτική ευχέρεια των συμβαλλόμενων μερών στο επιχειρησιακό επίπεδο. Μπορεί, για παράδειγμα, σε κλαδικό επίπεδο να καθορίζεται αύξηση μισθολογικού κόστους σε συγκεκριμένο ποσοστό, με τις επιχειρήσεις, όμως, να είναι ελεύθερες να επιλέγουν την κατανομή της πρόσθετης δαπάνης μεταξύ αύξησης της απασχόλησης και αύξησης των μισθών. Εναλλακτικά, μια συγκεκριμένη αύξηση μισθών που συμφωνείται σε κλαδικό επίπεδο, μπορεί να εφαρμόζεται μεσοσταθμικά από τις επιχειρήσεις ώστε να διαφοροποιούν τις αμοιβές αναλόγως της παραγωγικότητας των εργαζομένων.

Σε άλλες χώρες, όπως στη Γερμανία, Αυστρία και πρόσφατα Ισπανία, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις κυριαρχούν, αν και αφήνουν περιθώριο στις επιχειρησιακές συμβάσεις να εφαρμόζουν λιγότερο ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους εργαζομένους.

Τέλος, σε άλλες χώρες, όπως στην Ιταλία, στη Σλοβενία, και προσφάτως, στην Πορτογαλία, η διαπραγμάτευση σε επιχειρησιακό επίπεδο παραμένει περιορισμένης ισχύος και στις περισσότερες περιπτώσεις ρυθμίζεται αυστηρά από συλλογικές συμβάσεις σε ανώτερο επίπεδο.

Τα συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων διαφέρουν, επίσης, από χώρα σε χώρα, όσον αφορά στο βαθμό συντονισμού μεταξύ διαπραγματευόμενων φορέων – ουσιαστικά στο βαθμό στον οποίο επιδιώκονται κοινοί στόχοι πολιτικής μισθών και/ή οι μικρότεροι παίκτες ακολουθούν τα αποφασιζόμενα από τους μεγαλύτερους παίκτες.

Ο συντονισμός είναι ουσιαστικής σημασίας για την ευελιξία της οικονομίας στην αντιμετώπιση μακροοικονομικών αναταράξεων, εφόσον οι αποφάσεις για μεταβολή των αποδοχών λαμβάνονται με κριτήρια ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Ο συντονισμός είναι ευεργετικός ώστε όσα συμφωνούνται στους κλάδους μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών, που χρησιμοποιούνται ως εισροές στους κλάδους που είναι εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό, να μην ασκούν δυσμενείς επιδράσεις στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ο συντονισμός είναι ισχυρός παράγοντας σε χώρες όπως η Αυστρία, η Δανία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ιαπωνία.

Keywords
Τυχαία Θέματα