Ποιος θα μας σώσει από τις «επενδύσεις της δυστυχίας»;

Το μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία είναι οι επενδύσεις, αλλά πέρα από γενικόλογες αναφορές ουδείς έχει παρουσιάσει συγκροτημένο πρόγραμμα προσέλκυσής τους.

Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στον κομματικό λόγο ο οποίος αναλίσκεται σε μια ποδοσφαιρική αντιμετώπιση του τύπου «εμείς θα πετύχουμε γιατί είμαστε καλύτεροι», αλλά και στο ότι ουδείς επιστημονικός ή τεχνοκρατικός φορέας έχει παρουσιάσει επεξεργασμένο σχεδιασμό ή πρόταση. Υπάρχουν βέβαια ορισμένα ελαφρυντικά για την έλλειψη αυτή, δεδομένου ότι παγκοσμίως το ερώτημα «πώς δημιουργείς ανάπτυξη» μένει αναπάντητο, από τη

στιγμή που η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού εξοβέλισε το εργαλείο των δημοσίων επενδύσεων. Για την Ελλάδα του 2016 η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στο ότι δεν υπάρχουν ούτε οι δυνατότητες για μαζικές δημόσιες επενδύσεις που θα αποτελούσαν λύση, ούτε οι προϋποθέσεις για προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων στον βαθμό που είναι αναγκαίες για να καλύψουν το κενό. Τα μεγέθη μιλούν από μόνα τους: Οι επενδύσεις κατέρρευσαν από 57 δισ. ευρώ το 2007 στα 20 δισ. ευρώ πέρσι. Το κενό είναι τεράστιο και ρεαλιστικά είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθεί.

Οταν μιλάμε για επενδύσεις, εννοούμε τον λεγόμενο «ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου», δηλαδή κατασκευές ή αγορές οικοδομών (κατοικίες ή άλλης χρήσης), τον εξοπλισμό κάθε είδους (μηχανολογικό, μεταφορικά, τεχνολογικό, ακόμα και οπλικά συστήματα) και άλλα προϊόντα. Το πρώτο ζήτημα είναι ότι στην Ελλάδα, ακόμα και στις καλές εποχές, το μεγαλύτερο κομμάτι των επενδύσεων, περίπου το 30%, αφορούσε ακίνητα, αλλά σήμερα ο κλάδος έχει πρακτικά εξαφανιστεί και το ποσοστό έχει πέσει στο 6,6%. Οι επενδύσεις αυτές δεν πρόκειται να επανέλθουν και ούτε κάτι τέτοιο είναι επιθυμητό, αφού επρόκειτο για μια κατασκευαστική και τραπεζική φούσκα η οποία δημιουργήθηκε με δανεικά.

Στα χρόνια της κρίσης κατέρρευσαν και οι δημόσιες επενδύσεις (-50%), ενώ το δόγμα της λιτότητας που έχει επικρατήσει στην Ευρωζώνη αποκλείει το ενδεχόμενο να υπάρξει ένα ευρωπαϊκό μαζικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων το οποίο θα μπορούσε να «σηκώσει» όλη την Ευρώπη και μαζί την Ελλάδα, παρόλο που αυτό προκρίνεται από πλειάδα οικονομολόγων ανά τον κόσμο ως η ιδανική λύση για τη Γηραιά Ηπειρο, η οποία βυθίζεται όλο και περισσότερο στο οικονομικό τέλμα, στις ανισότητες και τα συνεπαγόμενα πολιτικά προβλήματα (άνοδος της ξενοφοβίας και της Ακροδεξιάς).

Θεωρείται, μάλιστα, η συγκυρία των χαμηλών επιτοκίων ιδανική για να ξεκινήσει ένα ευρωπαϊκό new deal, το οποίο θα χρηματοδοτήσει, με πρακτικά μηδενικό κόστος χρήματος, επενδύσεις σε υποδομές και τεχνολογία φέρνοντας οικονομική και κοινωνική άνθηση στην Ευρώπη. Δυστυχώς, όμως, τέτοιες λύσεις απορρίπτονται προτού καν φτάσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και έτσι δεν διαφαίνεται προοπτική να καλυφθεί το κενό ούτε με επενδύσεις από το εξωτερικό, καθώς αυτές διαχρονικά είναι ιδιαίτερα χαμηλές στην Ελλάδα. Για όλη την περίοδο που η Ελλάδα είναι στην Ευρωζώνη οι άμεσες ξένες επενδύσεις κινούνται σε ποσοστό κάτω από το 4% του συνόλου. Ακόμα και στην περίπτωση που το καλύτερο πολιτικοοικονομικό σενάριο γίνει πραγματικότητα, είναι αφελές να προσδοκά κανείς ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις θα σπεύσουν στην Ελλάδα και μάλιστα με υπερδεκαπλάσιους ρυθμούς για να καλυφθεί το κενό. Στην πραγματικότητα, για τα αμέσως επόμενα χρόνια οι επενδυτικές εισροές που αναμένονται περιορίζονται στην εξαγορά περιουσιακών στοιχείων (ακινήτων, επιχειρήσεων) κοψοχρονιά, στο πλαίσιο του ξεκαθαρίσματος των κόκκινων δανείων. Επενδύσεις, δηλαδή, που διεθνώς χαρακτηρίζονται με τον όρο distress investments («της δυστυχίας» ή «της απελπισίας»).

Με τα δεδομένα αυτά είναι πιο απαραίτητο από ποτέ ένα συνολικό σχέδιο που θα προκύψει από πολιτικές συναινέσεις ώστε να διαμορφωθεί ένα ευρύτερα αποδεκτό και σταθερό περιβάλλον, το οποίο θα αξιοποιεί κάθε ευρώ διαθέσιμου δημόσιου χρήματος για να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο προσέλκυσης επενδύσεων προς όφελος της χώρας και της κοινωνίας και όχι των «κοράκων» της διεθνούς αγοράς.

Keywords
Τυχαία Θέματα