Η αναδιανομή πλούτου στην Ε.Ε. και η γερμανο-βρετανική «απάτη»

Υπάρχει ένας δημοσιονομικός δείκτης κεφαλαιώδους σημασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις χώρες του Βορρά, περνάει σχεδόν απαρατήρητος. Ο δείκτης αυτός αντιστοιχεί στις «καθαρές καταβολές» ή, αντίστοιχα, «καθαρές εισπράξεις» κάθε κράτους – μέλους. Δεδομένης της συζήτησης που διεξάγεται αυτή την εποχή στους κόλπους της Ε.Ε. για τον καθορισμό του ενωσιακού προϋπολογισμού για τα επόμενα χρόνια, η εξέταση αυτού του δείκτη από τον Έλληνα πολίτη – ψηφοφόρο, αλλά και πολιτικό αποκτά κρίσιμη αξία.

Στην

πράξη και με απλά λόγια, ο προαναφερθείς δείκτης φανερώνει τη διαφορά ανάμεσα στην οικονομική συμμετοχή κάθε χώρας στον ενωσιακό προϋπολογισμό και των χρημάτων που της επιστρέφονται υπό οιανδήποτε μορφή, π.χ. αναπτυξιακών επιχορηγήσεων, κρατικών επιδοτήσεων κτλ..

Ο λόγος που το πόρισμα αυτού του δείκτη δεν είναι σταθερό και ισομερές είναι η επιδιωκόμενη αναδιανομή πλούτου και η σκοπούμενη σταδιακή προσέγγιση των οικονομιών. Στα πρότυπα του φορολογικού συστήματος των κρατών, που, θεωρητικά τουλάχιστον, στοχεύει στην ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων μέσω της αναλογικά αυστηρότερης φορολόγησης των οικονομικά ισχυρότερων, ο ενωσιακός προϋπολογισμός αποσκοπεί στην μεταφορά χρημάτων από τις πλουσιότερες χώρες προς τις φτωχότερες, ώστε, αφενός να αναδιανεμηθούν τα υψηλότερα συγκριτικά οφέλη των πρώτων από την συμμετοχή στην Ε.Ε. και αφετέρου να χορηγηθούν στις δεύτερες τα απαραίτητα κεφάλαια για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να πλησιάσουν τον μέσο όρο.

Στα κράτη του ευρωπαϊκού βορρά (ιδιαίτερα στη Γερμανία και στη Βρετανία), στα οποία, όπως προαναφέρθηκε, η σχετική αναφορά γίνεται ολοένα και πυκνότερα, η έμφαση δίνεται σε απόλυτα ποσά. Και όντως, σύμφωνα με τον επίσημο δείκτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2011, η Γερμανία είναι η χώρα που, σε απόλυτους αριθμούς, εμφανίζει το εντονότερα αρνητικό δημοσιονομικό υπόλοιπο με 9 δισ. ευρώ περίπου. Η δε Μεγάλη Βρετανία βρίσκεται μετά την Γαλλία στην τρίτη θέση με 5,5 δισ. ευρώ περίπου.

Η εικόνα όμως μεταβάλλεται ουσιωδώς, αν κανείς συνυπολογίσει το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν των κρατών – μελών ή τον πληθυσμό των χωρών, οπότε και ο δείκτης αυτός δημοσιονομικού υπολοίπου καθίσταται πραγματικά αξιόπιστος. Υπό αυτή την αντικειμενική εξέταση, που δεν προκρίνει την υστερόβουλη και αδιαφανή «υπεροχή» των απόλυτων αριθμών, φανερώνεται η γερμανο-βρετανική «απάτη» της «αυτοθυματοποίησης», η οποία προφανώς στοχεύει στην επίτευξη «έκπτωσης» κατά τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις, αλλά και στην διαχρονική αυτοπροβολή τους ως των χωρών που αδίκως διασώζουν τον «μπαγαπόντη» ευρωπαϊκό Νότο.

Σύμφωνα λοιπόν με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το μεγαλύτερο «θύμα» του προϋπολογισμού της Ε.Ε. δεν είναι η Γερμανία, ούτε η Μ. Βρετανία, αλλά μια χώρα του ευρωπαϊκού Νότου, δηλ. η Ιταλία! Κι αυτό γιατί από το «αλισβερίσι» καταβολών – εισπράξεων είναι η Ιταλία, χώρα που αιωρείται μεταξύ οικονομικής ανεξαρτησίας και του κινδύνου προσφυγής στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς (χωρίς πάντως έως τώρα να έχει εισπράξει από αυτούς ούτε ένα ευρώ!), η οποία ζημιώνεται με το μεγαλύτερο ποσοστό επί του ΑΕΠ της, δηλ. -0,38%. Τις δύο επόμενες θέσεις καταλαμβάνουν το Βέλγιο και η Ολλανδία με -0,36%, ενώ οι Γερμανία και Μ. Βρετανία καταλαμβάνουν την πέμπτη και όγδοη θέση με -0,34% και -0,32% αντίστοιχα. Προς χάριν της πληρότητας, αναφέρουμε ότι στην συγκριτικά λιγότερο αξιόπιστη κατά κεφαλή προβολή του ίδιου δημοσιονομικού δείκτη, δηλ. αν συνυπολογισθεί ο πληθυσμός της κάθε χώρας, τα περισσότερα χρήματα καταλαμβάνουν οι Δανοί (150,5 € έκαστος), οι Λουξεμβούργιοι (146,5 € έκαστος), ενώ οι Γερμανοί και οι Βρετανοί έρχονται στην έβδομη και ενδέκατη θέση αντίστοιχα.

Στον αντίποδα, η Ελλάδα αποτελεί διαχρονικά μία από τις περισσότερο ωφελημένες χώρες. Για το έτος 2011 και παρά την πάγια αυξημένη στήριξη των νεότερων μελών της Ε.Ε., ιδιαίτερα μετά την είσοδο των οικονομικά ασθενέστερων κρατών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, η Ελλάδα είναι η έβδομη πιο ωφελημένη χώρα, παρουσιάζοντας δημοσιονομικό υπόλοιπο +2,22% του ΑΕΠ. Συνυπολογιζομένου του πληθυσμού των χωρών, η χώρα μας καταλαμβάνει μάλιστα την τρίτη θέση ανάμεσα στις πιο ωφελημένες, με + 408 € ανά κάτοικο.

Τα συμπεράσματα που εξάγονται από όλα αυτά είναι, θεωρώ, εύγλωττα:

Η Μεγάλη Βρετανία, η οποία ηγείται του μπλοκ των χωρών που απαιτούν μείωση του ενωσιακού προϋπολογισμού, στην ουσία επιχειρεί να μεταφράσει την «απειλή» της εξόδου της από την Ε.Ε. και τον αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό στο εσωτερικό της σε σημαντικότατο δημοσιονομικό όφελος. Η Γερμανία, που διακριτικά «σιγοντάρει» την βρετανική απαίτηση για εκπτώσεις και η οποία αναμφίβολα αποτελεί την πιο ωφελημένη χώρα από την δημιουργία της Νομισματικής Ένωσης, στοχεύει στο ίδιο με την Μ. Βρετανία αποτέλεσμα, δηλ. στην ελάφρυνση δημοσιονομικών βαρών, επιπρόσθετα όμως, διαφημίζοντας εαυτόν ως «θύμα», ισχυρισμός που θα μπορούσε να προβάλλεται απείρως πειστικότερα από την Ιταλία, διεκδικεί τον ρόλο του πολιτικού και οικονομικού ηγέτη της ευρωζώνης, στις βουλές του οποίου οι λοιποί – εξαρτώμενοι οφείλουν να πειθαρχούν.

Στην διαχρονικά ωφελημένη δε Ελλάδα, που, αντί να εκμεταλλευθεί τις πάσης φύσεως επιδοτήσεις για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, επένδυσε στην κούφια κατανάλωση, δεν απομένει στην πραγματικότητα παρά μία και μόνο ρεαλιστική δημοσιονομικά επιλογή: Να γαντζωθεί με νύχια και με δόντια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να αρχίσει επιτέλους να αξιοποιεί προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων τα δημοσιονομικά οφέλη που εξακολουθούν να απορρέουν, έστω και μειούμενα, από την ευρωπαϊκή της συμμετοχή.

Keywords
Τυχαία Θέματα