«Ο μανάβης»

Ανάμεσα στους νομούς Τρικάλων και Άρτης, χαμένα στις απόκρημνες κατωφέρειες των βουνών, συναντά κανείς διάσπαρτα χωριά –ξεχασμένα ακόμα κι από τον Θεό – όπου η μοναξιά των υπερήλικων κυρίως γράφει τη μικρή της ιστορία. Μακριά από τον κόσμο, τα χωριά αυτά «παίζουν» με τις ανάγκες τους και τα απομονωμένα πρόσωπα που τα κατοικούν. Για την ακρίβεια, δεν έχουμε να κάνουμε με τραγικές καταστάσεις όπως συνήθως λέμε, αλλά για μικροκοινωνίες που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις σημερινές συνθήκες ζωής με αποτέλεσμα να θυμίζουν τραγικο-κωμωδίες και συνάμα γραφικές νησίδες ζωής.

Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος,

σκηνοθέτης του κινηματογράφου αλλά πάνω απ’ όλα άνθρωπος που έχει γνωρίσει από πρώτο χέρι αυτές τις μικρο-κοινωνίες, επιχειρεί μια ταινία με κύριο θέμα την σχέση των χωριών με τον μοναδικό μανάβη ο οποίος – με φορτηγό αυτοκίνητο και κάθε είδους φρούτα και άλλα χρειώδη - αποτελεί τον πολύτιμο σύνδεσμο βουνού – πόλης. Όλες σχεδόν τις ανάγκες τις πληροί ο μανάβης. Όχι μόνο φρούτα και ζαρζαβατικά, αλλά και φάρμακα, ηλεκτρικά είδη, μέτρηση της πίεσης, αέριο για την κουζίνα και άλλα τινά. Ο μανάβης δεν είναι απλός τροφοδότης, αντίθετα είναι κάτι μεταξύ ταχυδρόμου και τροφοδότη, συγγενούς και ξενιτεμένου, δικού τους και ξένου.

Προφανώς η γραφικότητα όχι μόνο του βουνίσιου τοπίου αλλά και του ανθρώπινου στοιχείου είναι συνταρακτική. Οι κάτοικοι έχουν τη δική τους κοψιά και τα εξόφθαλμα ανθρωπολογικά τους στοιχεία. Οι γέροι παραδόξως δεν είναι τόσο συνεννοήσιμοι όσο οι γυναίκες. Λόγω ηλικίας, στραβοκεφαλιάς, βασάνων ή αφιλόξενης διαθέσεως, οι ηλικιωμένοι περιπαίζουν τον (αόρατο φακό), δεν αποκρίνονται στις ερωτήσεις του σκηνοθέτη και ενίοτε κοροϊδεύουν τους μουσαφίρηδες με τα κινηματογραφικά συμπράγκαλα. Απεναντίας οι γυναίκες έχουν εκτιμητή και θαυμάσια αμεσότητα. Μιλούν με θέρμη, εκτιμούν πάρα πολύ τις επισκέψεις του αυτοκινήτου που γεμίζει την κουζίνα τους φρούτα και άλλα τρόφιμα. Συνάμα περιπαίζουν ένα γύρω πρόσωπα και πράγματα. «Σεξ», κάναμε σεξ, σεξ, σεξ, σεξ…

Από τη μεριά του ο Κουτσαμπασάκος αξιοποίησε αυτό το απίθανο υλικό χωρίς να το εκμεταλλευτεί δήθεν «κινηματογραφικά». Μπορεί να κινηματογράφησε ώρες και ώρες περιστατικά, συναντήσεις, κουβεντολόι, ανθρώπινες μουτσούνες, θεατρινισμούς και παραξενιές, ωστόσο οι ορεσίβιοι – ακόμα και αν μοιάζουν λίγο με τον τρελό του χωριού – αγαπούν με τον τρόπο τους τα χωριά τους, θέλουν να ζήσουν και να πεθάνουν αδεκεί. Η συγκίνηση που αποπνέει αυτή η ταινία είναι σπάνια και απροσδόκητη, δίχως ουδεμία έμφαση.

Keywords
Τυχαία Θέματα