ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

«Είμαι μια Ελληνοπούλα»…

… Είμαι μια Ελληνοπούλα και σαν μια Σουλιωτοπούλα, αγαπώ με την καρδιά μου την πατρίδα τη γλυκιά μου»… Σημαιάκια πλαστικά ή χάρτινα (πιο ωραία), σταυρός, γαλάζιες και λευκές λουρίδες, τα κύματα και οι συλλαβές του «Ελευθερία ή Θάνατος», σοσόνια λευκά, μπλε καζάκες, πλισέ φούστες, κορδέλες στα μαλλιά, σκούρα βλέμματα συνήθως και καστανά μαλλιά. Νιάτα. Οι τυμπανιστές με τα λευκά γάντια, που συνήθως ήταν κάτι ροκάδες βαρύτατες περιπτώσεις στα πάρτι. Ο ψήλος και ωραίος διμοιρίτης ή η μοιραία της τάξης διμοιρήτισα.

Οι σημαιοφόροι. Με το βάρος της επιβράβευσης της γνώσης να κρατεί κοντάρι βαρύ για μικρά εφηβικά ή παιδικά χεράκια. Οι γονείς, μάρτυρες της Ελλάδας που ποτέ δε πεθάνει –να περνάει ο μικρός και όλο χαζεύει, «μπροστά σου παιδί μου»!

Οι πρώτες σειρές, οι ψηλοί, πάντα καμαρωτοί. Προς το τέλος οι γούπατοι – «άντε να τελειώνουμε και έχω να πάω και σφαιριστήριο»! Οι μανάδες να παίρνουν την πλισέ φούστα μεγάλη –εχει και 25η Μαρτίου- κάτω απ το γόνατο και εμείς να την κάνουμε μίνι, πίσω από παραβάν με σώματα συμαθητριών, πριν ξεκινήσει η παρέλαση.

Στα χρόνια τα δικά μου, -της πλειστόκαινους περιόδου της μεταπολίτευσης- γύρευε τα δίκια της η Εθνική Αντίσταση, σε μια παρτίδα στούκι – συμφωνημένη με σημαδεμένη τράπουλα. Πηγαίναμε οι μαθητές να παρελάσουμε και να γεμίσουμε μετά τις καφετέριες με φραπέ και αυτοί, με αρθρώσεις ξασπρισμένες και κόπο μεγάλης ηλικίας να σφίγγουν σημαίες δικές τους, φιλημένες, ματωμένες, ξεθωριασμένες, σημαίες – σάβανα συντρόφων και να σπρώχνονται δίπλα από έφηβους τίγκα στις ορμόνες για να ουρλιάξουνε την τιμή τους και την αλήθεια τους μπας και συνέλθει αυτή η πόρνη η Ιστορία και δεν μοιράζει ρόλους για εξοφλημένους και θριαμβευτές. Εμείς, λίγα καταλαβαίναμε. Οι γονείς μας περισσότερα. Ερχονταν οι αστυνομία και τους έδιωχνε. Οι γονείς σκύβανε το κεφάλι…

Και παύει αυτό! Και μάλλον (;) πέρασε. Μετά η Ευρώπη σε βομβαρδισμνούς στη γειτονιά μας. Και προσφυγες. Και παρανομοι μετανάστες. Και νομιμοι. Το φιδι σηκωνε κεφαλι. 28η Οκτωβριου. Μη και κρατησουν τη σημαια στις παρελασεις τα παιδια των Αλβανων. Τι; Μαθαινουν ελληνικα γραμματα; Τι; Είναι αριστοι μαθητες; Κάτω τα χερια απ τη σημαια! Μα αν αυτά τα παιδια αφησουν το κονταρι, παυει να ναι σημαια και γινεται φοδρα διχρωμη, γαμω το! Συγκρούσεις! Διαφωνιες! Τσακωμοι και γαβγιδια ανθρωπινα –κατά καποιον τρόπο- στα καναλια! Στους σημαιοσολισμους δρομους, υπο τον ηχο των τυμπανων, οι γονεις σκυβανε και παλι το κεφαλι…

Και φτάσαμε στο πέρυσι, πριν το τώρα. Σημαία. Εθνικός Ύμνος. Η Ελλάδα ποτέ δε πεθαίνει, δε τη σκιάζει φοβέρα καμιά ή μήπως «…Aργειε νάλθη εκείνη η μέρα και ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σου έμενε να λες περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις». Οι παρελάσεις για την εθνική γιορτή και την επέτειο, αλυσίδα στο χρόνο. Νιότη. Ομοιόμορφη. Ιδια. Και ας γερνάει. Σκυτάλη στους εφήβους. Για την πατρίδα που έγινε κράτος! Και τα παιδιά μας με το ίδιο βάδην,

Keywords
Τυχαία Θέματα