Πώς θα «μοιραστεί» η ανάκαμψη; (άρθρο)

08:08 11/7/2017 - Πηγή: ΕΡΤ

Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου

Μπορεί η Τράπεζα της Ελλάδος να κατέβασε την πρόβλεψη για την αύξηση του εγχώριου εισοδήματος (ΑΕΠ) στο 1,5% φέτος, αλλά οι επιμέρους οικονομικοί δείκτες δείχνουν ότι η κατάσταση βελτιώνεται και ότι δεν αποκλείεται η ανάπτυξη τελικά να είναι μεγαλύτερη.
Την εκτίμηση αυτή διατυπώνει και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στο τελευταίο μηνιαίο δελτίο του που επιμελείται ο οικονομολόγος Μιχάλης Μασουράκης.

Στο δελτίο αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα ότι: «Η συμφωνία για

την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης φαίνεται ότι επηρέασε θετικά το οικονομικό κλίμα τον Ιούνιο του 2017, γεγονός το οποίο δημιουργεί ισχυρότερες προοπτικές για ανάκαμψη. Παράλληλα, ο δυναμισμός που επιδεικνύουν οι εξαγωγές, η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις και ο τουρισμός, αναμένεται να επηρεάσουν θετικά και τους υπόλοιπους τομείς, ενώ εκτιμάται ότι έχουν συσσωρευθεί πολλές επενδυτικές ευκαιρίες προς αξιοποίηση από ιδιωτικά κεφάλαια. Συνεπώς, εάν δεν διαταραχθεί η ομαλότητα στην οποία έχει εισέλθει η οικονομία, οι προβλέψεις για ανάπτυξη πάνω από 1,5% το 2017 πιθανότατα θα επιβεβαιωθούν».
Είναι γεγονός ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης σηματοδοτεί μια νέα περίοδο η οποία όπως όλα δείχνουν θα επιφέρει βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών.
Υπάρχει άλλωστε ταύτιση στην επιδίωξη αυτή όλων των πλευρών: της κυβέρνησης και των δανειστών,καθώς και των εκπροσώπων μεγάλων αλλά και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Το ζήτημα, όμως, είναι πώς θα κατανεμηθούν τα οφέλη από τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών και σε ποιο βαθμό αυτά θα «περάσουν» και στη μεσαία τάξη, τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους.
Διότι η πορεία προς τις αγορές σημαίνει μεν μείωση των επιτοκίων και ευκολότερη πρόσβαση στη ρευστότητα για τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, η οποία ασφαλώς θα επιδράσεις ευνοϊκά στο σύνολο της οικονομίας, αλλά αυτό θα συμβεί σε σε διαφορετικούς βαθμό για τα διαφορετικά τμήματα της οικονομίας.
Η επιστροφή στις αγορές του Δημοσίου, των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων δεν συνεπάγεται αυτομάτως περισσότερη ρευστότητα και για τους μικρομεσαίους ούτε ενίσχυση των εισοδημάτων για τους εργαζόμενους.
Την ίδια ώρα που κάποιοι θα γιορτάζουν το «succes story», κάποιοι άλλοι θα βρίσκονται αντιμέτωποι με το ξεκαθάρισμα των κόκκινων δανείων, το οποίο σημαίνει μεν αναδιαρθρώσεις, δόσεις και κουρέματα, αλλά σημαίνει και πλειστηριασμούς και κλείσιμο επιχειρήσεων.
Ενώ -στο καλό σενάριο- η οικονομία θα ανακάμπτει και η ανεργία θα υποχωρεί, το μεγαλύτερο κομμάτι των εργαζομένων και αυτοαπασχολούμενων θα βρίσκεται αντιμέτωπο με τις υψηλότατες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, οι οποίες συσσωρεύονται κάθε μήνα.
Ο ρυθμός δημιουργίας νέων ληξιπρόθεσμων υποχωρεί τους τελευταίους μήνες (από 1,3 δισ. ευρώ νέων οφειλών πέρσι, έχει πέσει σε 700 εκατ. ευρώ κάθε μήνα) και η εξέλιξη αυτή είναι θετική, αλλά το στοιχείο αυτό δεν παύει να δείχνει ότι ένας μεγάλος αριθμός φορολογουμένων και ασφαλισμένων μένουν πίσω και κινδυνεύουν να μείνουν οριστικά εκτός.
Χρειάζεται, επομένως, προσοχή και ειδική μέριμνα από την πλευρά της κυβέρνησης, προκειμένου η διαφαινόμενη ανάκαμψη να μην γίνει μια υπόθεση που θα αφορά λίγους και ισχυρούς αλλά θα αφήσει έξω τα μεγάλα κομμάτια της μεσαίας τάξης, η οποία μέχρι σήμερα αιμοδοτεί με τις θυσίες της τα δημοσιονομικά πλεονάσματα ώστε να καλύπτονται οι υποχρεώσεις έναντι των δανειστών.

Keywords
Τυχαία Θέματα