Παρέμβαση Στουρνάρα: Να κλείσει η αξιολόγηση μη γυρνάμε στο 2015

21:37 6/2/2017 - Πηγή: Aixmi

Θα ήταν εξαιρετικά ατυχές και επιζήμιο να εγκαταλειφθεί τώρα η προσπάθεια, όταν έχει συντελεστεί το 90% της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής, τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στην παρουσίαση στη Βουλή

του βιβλίου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας».

Οι θυσίες δεν πήγαν χαμένες. Έχει ήδη καλυφθεί το 90% της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής. Θα ήταν εξαιρετικά ατυχές και επιζήμιο να εγκαταλειφθεί τώρα η προσπάθεια. Τα παραπάνω τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση στη Βουλή για την παρουσίαση του βιβλίου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας» των Π. Καζάκου, Π. Λιαργκόβα και Σ. Ρεπούση.

Στην ομιλία του με θέμα «Στρατηγικές για την αντιμετώπιση του δημοσίου χρέους της χώρας υπό το πρίσμα των ιστορικών εμπειριών«, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι η εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής είχε πράγματι υψηλό κόστος, το οποίο πολλαπλασιάστηκε από τις προϋπάρχουσες ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, και αυτό είναι γεγονός καταλυτικής σημασίας για το μέλλον, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν από το 2010 και έπειτα πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό, να αντιστρέψουν τις ιδιαίτερα δυσμενείς τάσεις που επικρατούσαν, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή.

Η δημοσιονομική βελτίωση, η οποία εκτιμάται ότι, για το 2016, αντανακλάται σε πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης κοντά στο 2% του ΑΕΠ, έχει και μία άλλη διάσταση, όπως είπε ο διοικητής της ΤτΕ: Λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στην αρχή της κρίσης, δηλαδή το 2009, ήταν κοντά στο 10% του ΑΕΠ και ο τελικός στόχος για το 2018 είναι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, έχει ήδη καλυφθεί το 90% της απαιτούμενης δημοσιονομικής προσαρμογής.

Αυτή η θεαματική προσαρμογή έχει ωστόσο επιτευχθεί δυσανάλογα από την πλευρά των φορολογικών εσόδων, τόνισε. Η εστίαση του δημοσιονομικού μίγματος στην πλευρά των εσόδων παραμένει εντονότατη και στον Προϋπολογισμό του 2017, ο οποίος περιλαμβάνει δημοσιονομικές παρεμβάσεις για φέτος ύψους περίπου 2,6 δισεκ. ευρώ, σχεδόν αποκλειστικά (κατά 94%) στο σκέλος των φορολογικών εσόδων, μέσω φορολογικών μέτρων. Αυτό εγείρει ερωτηματικά για το κατά πόσο το δημοσιονομικό μίγμα μπορεί να θεωρηθεί αναπτυξιακό σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Όπως επανέλαβε, η Τράπεζα της Ελλάδος υποστηρίζει την ανάγκη μείωσης των δημοσιονομικών στόχων, μετά το τέλος του προγράμματος το 2018, από 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα σε 2%, σε συνδυασμό με μείωση των φορολογικών συντελεστών και αποτελεσματική προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Όπως εκτίμησε ο κ. Στουρνάρας, ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγων για την έξοδο της χώρας από την κρίση ήταν η αδυναμία μας να αντιπαρατεθούμε στα λίγα μεγάλα και πολλά μικρά συμφέροντα, τα οποία αντιτάχθηκαν στις μεταρρυθμίσεις και ευνόησαν τη διαιώνιση διαρθρωτικών αποκλίσεων, που περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής, σε τομείς όπως οι επενδύσεις, η φορολογία, το ασφαλιστικό, η απελευθέρωση των αγορών, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα και, τελικά, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ο ταχύς αναπροσανατολισμός της παραγωγής στις διεθνείς αγορές.

Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, η στροφή προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο πρέπει να υποστηριχθεί με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα απελευθερώσουν υγιείς επιχειρηματικές δυνάμεις, θα οδηγήσουν σε επενδύσεις και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ θα προέλθει κυρίως από την αύξηση του παρονομαστή.

Σύμπτωμα συσσωρευμένων προβλημάτων

Όπως είπε ο διοικητής της ΤτΕ, η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους αποτελεί το σύμπτωμα μιας μακράς σειράς συσσωρευμένων προβλημάτων. Σε αντίθεση με άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, στις οποίες το Δημόσιο βρέθηκε αντιμέτωπο με συγκυριακά αυξημένες δανειακές ανάγκες στη διάρκεια της κρίσης και χρειάστηκε να προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), η συσσώρευση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα μιας δυσμενούς συγκυρίας. Το ελληνικό δημόσιο χρέος αποτελεί το σύμπτωμα διαχρονικών προβλημάτων δημοσιονομικής διαχείρισης και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, τα οποία η συγκυρία απλώς έφερε στο προσκήνιο.

Το υψηλό δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με το υψηλό εξωτερικό και δημοσιονομικό έλλειμμα και τις συσσωρευμένες διαρθρωτικές αδυναμίες της εγχώριας οικονομίας, είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης δεν μπορούσε να είναι λιγότερο επώδυνη σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, που προσέφυγαν σε παρόμοια προγράμματα.

Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ προσέφερε μια ιστορική ευκαιρία, προκειμένου οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας να αντιμετωπιστούν με το μικρότερο δυνατό κόστος, αλλά δυστυχώς παρέμεινε αναξιοποίητη. Αντί όμως η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος να λειτουργήσει ως σημείο αφετηρίας για τη διασφάλιση μιας στέρεας δημοσιονομικής και μακροοικονομικής βάσης, αντιμετωπίστηκε ως νήμα τερματισμού της δημοσιονομικής προσαρμογής, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ενταξιακής μας πορείας.

Ο κ. Στουρνάρας υπενθύμισε ότι η είσοδος της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ συνοδεύτηκε από σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού, δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και για ταχεία αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Όπως σημείωσε, τη δεκαετία 2000-2009, οι ετήσιες δαπάνες τόκων ήταν κατά μέσο όρο χαμηλότερες κατά 2,4% του ΑΕΠ σε σχέση με το 1999. Αυτό αντιπροσωπεύει δημοσιονομικό χώρο αντίστοιχο με περισσότερο από ‘ενάμιση ΕΝΦΙΑ’ κατ’ έτος.

Η εξοικονόμηση πόρων από τις δαπάνες τόκων την περίοδο 2000-2009, ωστόσο, υπερκαλύφθηκε πολλαπλάσια από σημαντική αύξηση των πρωτογενών δαπανών (κατά +9,5% του ΑΕΠ), κυρίως σε συντάξεις, μισθούς και προσλήψεις. Παράλληλα, επιδεινώθηκε η διαχρονική υστέρηση των φορολογικών εσόδων (κατά -1,9% του ΑΕΠ), αντανακλώντας εν μέρει το διαχρονικό φαινόμενο της παραοικονομίας και των δομικών αδυναμιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Τόσο τα ποσοτικά, όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δημοσιονομικής επιδείνωσης έπληξαν σημαντικά τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας και οδήγησαν στον αποκλεισμό του Ελληνικού Δημοσίου από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, τη στιγμή που οι δανειακές του ανάγκες ήταν υψηλότερες από κάθε άλλη περίοδο.

Η απώλεια του αξιόχρεου του κράτους επιβάρυνε επίσης τους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ως κατόχων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, δυσχεραίνοντας τη δυνατότητα άντλησης ρευστότητας και υπονομεύοντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Ως εκ τούτου, η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί μία ιδιομορφία στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης: Σε αντίθεση δηλαδή με άλλες οικονομίες της περιφέρειας του ευρώ, όπου η πιστοληπτική ικανότητα του Δημοσίου επιβαρύνθηκε από το κόστος στήριξης του τραπεζικού κλάδου (όπως στην Ιρλανδία και στην Ισπανία), στην Ελλάδα, ο τραπεζικός κλάδος επιβαρύνθηκε από την πιστοληπτική υποβάθμιση του Δημοσίου.

Τα μνημόνια

Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, τα μνημόνια, και όσα επακολούθησαν, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά προσπάθειες να αντιμετωπισθούν τα συσσωρευμένα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν με τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, εστιάστηκαν στη δημοσιονομική προσαρμογή. Παράλληλα, επιδίωξαν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, με σκοπό να θεραπευθούν χρόνιες αδυναμίες της παραγωγικής δομής, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Εξασφάλισαν, επίσης, τον απαραίτητο δανεισμό, προκειμένου να αποτραπεί η χρεοκοπία.
Οι πολιτικές, όμως, αυτές είχαν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος: Ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, και πολύ μεγάλη αύξηση της ανεργίας.

Οι λόγοι για τους οποίους το κόστος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας υπερέβη το αντίστοιχο κόστος άλλων κρατών-μελών σε πρόγραμμα, όπως σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ, εντοπίζονται σε μια σειρά παράγοντες, όπως: χειρότερες αρχικές συνθήκες, αδυναμίες στο σχεδιασμό των προγραμμάτων, λανθασμένες εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, κυρίως όμως διστακτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν και να εφαρμόσουν με συνέπεια τα προγράμματα, ένα συγκρουσιακό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα, που πολώθηκε από την απουσία συναίνεσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, κάτι που επιτεύχθηκε, αλλού σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλού σε μικρότερο, σε όλα τα άλλα κράτη – μέλη της ευρωζώνης, που
εφάρμοσαν ανάλογα προγράμματα.

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα

Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, στη συνεδρίασή του, στις 5 Δεκεμβρίου 2016, δεδομένης της επιτυχούς πρώτης αξιολόγησης, το Eurogroup ενέκρινε μια δέσμη βραχυπρόθεσμων μέτρων, η οποία περιλαμβάνει:
(α) εξομάλυνση των αποπληρωμών του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), σύμφωνα με την τρέχουσα μέσο-σταθμική διάρκεια, έως 32,5 έτη,
(β) παραίτηση για το 2017 από το περιθώριο επιτοκίου ύψους 200 μονάδων βάσης που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους από το δεύτερο πρόγραμμα, και
(γ) αξιοποίηση της χρηματοδότησης των EFSF και ESM για τον περιορισμό των επισφαλειών από τα επιτόκια μέσω:
i) ανταλλαγής τίτλων των EFSF και ESM, που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών με τίτλους σταθερού επιτοκίου,
ii) σύναψης πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων (interest rate swaps) από τον ESM, και
iii) έκδοσης μακροχρόνιων τίτλων σταθερού επιτοκίου, αντιστοιχιζόμενους με τις λήξεις των ελληνικών δανείων (matched funding).

Η λήψη των βραχυπρόθεσμων μέτρων, όπως εκτιμάται από τον ESM, αναμένεται να μειώσει, σε βάθος χρόνου, το δημόσιο χρέος κατά 22 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, καθώς και τις ετήσιες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημόσιου κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Όπως υπενθύμιζε ο διοικητής της ΤτΕ, η συμφωνία που επιτεύχθηκε στη συνεδρίαση του Eurogroup, στις 24 Μαΐου 2016, οριοθέτησε το πλαίσιο για την ανάληψη δράσεων εκ μέρους των δανειστών, για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Συγκεκριμένα, θεσπίστηκε ως στόχος η διατήρηση των Ακαθάριστων Χρηματοδοτικών Αναγκών (GFN) της γενικής κυβέρνησης κάτω από το όριο του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, και κάτω από το 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων συμφωνήθηκε η προοδευτική εφαρμογή μιας σειράς μέτρων ελάφρυνσης, υπό την προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής του προγράμματος, το οποίο περιλαμβάνει μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και έπειτα.

Αναγκαία η λήψη μεσοπρόθεσμων μέτρων

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης που εγκρίθηκαν από τον ESM στις 23 Ιανουαρίου 2016, είπε ο διοικητής της ΤτΕ, συμβάλλουν στη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους. Βρίσκονται, μάλιστα, και εντός του γενικού πλαισίου αναδιάρθρωσης, που έχει προταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής του Ιουνίου του 2016. Εντούτοις, δεν επαρκούν για τη διασφάλιση της παραμονής των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών σε διατηρήσιμα επίπεδα μακροπρόθεσμα.

Για το σκοπό αυτό, κρίνεται αναγκαία η λήψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων, τα οποία, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Eurogroup του Μαΐου του 2016, αφορούν:
(α) την κατάργηση του περιθωρίου επιτοκίου, που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους του δεύτερου προγράμματος για το 2018,
(β) τη χρήση των κερδών από τα χαρτοφυλάκια ANFA και SMP (πλην αυτών που αντιστοιχούν στα έτη 2015 και 2016 για τα οποία έχει αποκλειστεί ρητά η επιστροφή τους) για τη μείωση των μελλοντικών ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών,
(γ) την ενεργοποίηση αδιάθετων πόρων, στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM για πρόωρη, μερική εξόφληση των υφιστάμενων επίσημων δανείων προς την Ελλάδα και, κυρίως,
(δ) τη στοχευμένη αναδιάρθρωση των δανείων του EFSF (π.χ. επιμήκυνση της μεσοσταθμικής διάρκειας, περαιτέρω εξομάλυνση, αναβολή ή και μείωση των πληρωμών τόκων).

Τα μέτρα αυτά θα επέτρεπαν, υπό προϋποθέσεις, και τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3,5% σε ένα πιο ρεαλιστικό 2% του ΑΕΠ μετά το 2018, χωρίς να διακινδυνεύει η βιωσιμότητα του χρέους.

Τι προτείνει η ΤτΕ

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) μετάθεση των λήξεων, (β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων, και (γ) επανέναρξη της επιστροφής των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP). Τα μέτρα αυτά μπορούν να συνδυαστούν με μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε 2% του ΑΕΠ, η οποία θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί το χρέος.

Οι προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελάφρυνση του χρέους περιλαμβάνουν μια αύξηση της μεσοσταθμικής διάρκειας των δανείων του EFSF και των διακρατικών δανείων (GLF) κατά 11 έτη, και μια εξομάλυνση των πληρωμών τόκων επί των δανείων EFSF, GLF και ESM σε διάστημα 20 ετών, γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση της μεσοσταθμικής διάρκειας των αποπληρωμών τόκων για τα δάνεια αυτά κατά 8,5 έτη.

Τα παραπάνω μέτρα εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ακόμη και με μια μείωση του δημοσιονομικού στόχου μετά το 2018 σε πιο ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, αρκεί να υλοποιηθούν πλήρως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να εφαρμοστεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που έχει συμφωνηθεί:

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλληλεπιδρούν θετικά με πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης, με αποτέλεσμα να προκύπτουν μεσο-μακροπρόθεσμα συμπληρωματικά οφέλη για το ΑΕΠ και τα δημόσια οικονομικά. Ειδικότερα, καθώς οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν την παραγωγή, οδηγούν σε διεύρυνση της φορολογικής βάσης και αύξηση των φορολογικών εσόδων, και δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους μέσω μικρότερων πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Ως αποτέλεσμα, αμβλύνονται οι αρνητικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής εξυγίανσης μεσοπρόθεσμα, και δημιουργούνται συνθήκες για πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.

Πηγή: Έθνος

Keywords
Τυχαία Θέματα