H Έλενα Ακρίτα για το πρώτο Πάσχα της ζωής της!

00:31 12/4/2015 - Πηγή: Aixmi

(Στη φωτό η μητέρα μου Σύλβα κι εγώ στο πρώτο (ή δεύτερο;) Πάσχα της ζωής μου)

ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ τέτοιες μέρες επίμονα παρεισφρύει στην καθημερινότητα το ρήμα «θυμάμαι»!
Για κάποιον λόγο, η Πασχαλιά είναι συνυφασμένη με των παιδικών χρόνων τις μνήμες τις ανεξίτηλες. Το χθες συντρίβει το σήμερα, εξωραΐζεται, καλλωπίζεται, βάζει τα καλά του και εισβάλλει σαν τον κατακτητή μες στην καρδιά και το μυαλό.

Ήταν άραγε τόσο όμορφα τα χρόνια εκείνα ή εμείς τα σουλουπώσαμε στην πορεία μας; Ήταν τόσο ακριβές οι

αναμνήσεις ή εμείς τις κόψαμε στα μέτρα μας; Δεν θα το μάθουμε ποτέ! Κι ίσως δεν έχει και σημασία!

Σημασία έχει ότι το παρελθόν εκτοπίζει το παρόν και το ρήμα «θυμάμαι» κυριαρχεί γεμάτο μυρωδιές από μοβ πασχαλιές, το κερί της λαμπάδας που λειώνει και την τσίκνα του αρνιού. Γιατί το θυμάμαι δεν έχει να κάνει με τα γεγονότα. Έχει να κάνει με την αίσθηση που μας γεννούσαν τα γεγονότα.

«Θυμάμαι», λοιπόν… Ή μάλλον θυμάμαι… Βγάζω τα εισαγωγικά από το ρήμα και γυρίζω πίσω… Τότε που φορούσα κόκκινα κοκαλάκια με πασχαλίτσες στα καλοχτενισμένα μαλλάκια… Τότε που μας αγόραζαν καινούργια παπούτσια για το Πάσχα. Τότε που νιώθαμε πολύ περήφανοι γιατί αγόρια και κορίτσια φυλούσαμε σκοπιά τον Επιτάφιο.

Θυμάμαι τη ζύμη που ετοίμαζε η γιαγιά μου για τα κουλουράκια. Τι απίστευτη ηδονή! Να χώνεις τα χέρια σ΄ αυτή τη μαγική πλαστελίνη και να «πλάθεις κουλουράκια με τα δυο χεράκια».
Ξεκινούσα πάντα με μεγαλεπήβολα σχέδια. Ότι θα φτιάξω λαγουδάκια, μαργαρίτες, σπιτάκια. Αλλά επειδή «απεξανέκαθεν» δεν έπιαναν και πολύ τα χέρια μου, συμβιβαζόμουνα γρήγορα με πιο εφικτούς στόχους: κοτσίδες, καρδούλες και στρογγυλά μηδενικά.

Κι όταν έβγαιναν ζεστά ζεστά απ΄ τον φούρνο η γιαγιά τα έβαζε στην καλή πιατέλα, τη Ρόζενταλ, και μου τα έδινε να τρατάρω (Μικρασία αθάνατη!) την οικογένεια. Στην οποία και δεν υπήρχε περίπτωση να μην επισημάνω ποια είναι τα δικά μου. Έπρεπε να διασφαλίσω τον θαυμασμό τους καθώς άκουγα το θεϊκό τραγάνισμα στο στόμα τους: «Όλα τα κουλουράκια είναι ωραία, αλλά της Έλενας είναι τα καλύτερα! Δώσε μου άλλη μια καρδούλα… μμμμμ!!!!»

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΑΥΓΑ πάλι τα έπαιρνε εργολαβία η μαμά. Κανένας στην οικογένεια δεν πετύχαινε τόσο τέλεια το ομοιόμορφο λαμπερό χρώμα. Το οποίο και έπρεπε να είναι απαραιτήτως κόκκινο. Μάχη έδινα για να την πείσω να βάψουμε και κίτρινα, πράσινα, μπλε. Μάχη χαμένη.
Η μαμά ήταν αμετακίνητη στο παραδοσιακό κόκκινο αυγό. Η μόνη παραχώρηση που έκανε ήταν οι χαλκομανίες. Η τελευταία πινελιά στα άψογα αυγά της.

Ήθελαν χειρουργική ακρίβεια αυτά τα άτιμα. Σωστούς υπολογισμούς, προσεκτικές κινήσεις. Πόσο να βράσουν, πότε να τα βουτήξουμε στην μπογιά, πώς να μη σπάσει το τσόφλι, ποια η κατάλληλη ώρα για να βγουν.
Και μετά αναλάμβανα εγώ. Έπρεπε με το λαδωμένο πανάκι να τα κάνω να γυαλίσουν. Καλά καλά, σαν να τα είχαμε περάσει με λάκα! Και τέλος, το καλάθι το μεγάλο με την ασορτί κόκκινη πετσέτα στο κέντρο της τραπεζαρίας!
Πολύ τα λιγουρευόμουνα τα κόκκινα αυγά. Όχι ότι υπήρχε περίπτωση να απλώσω χέρι πάνω τους πριν γίνει Ανάσταση. Αλλά μετρούσα τις μέρες, τις ώρες, τα δευτερόλεπτα μέχρι να τα τσακίσω. Ήμουνα πεπεισμένη πως τα κόκκινα είναι απείρως πιο νόστιμα από τα άσπρα.
Θυμάμαι λοιπόν την τελετουργία της βαφής. Στη μεγάλη κουζίνα που δεν υπάρχει πια. Δεξιά στον τοίχο ένα τεράστιο ψυγείο Κελβινέιτορ (το επονομαζόμενο κι «αθάνατο»).

Η πόρτα που έβγαζε στην πίσω αυλή. Το παράθυρο που έβγαζε στην πίσω λιακάδα. Στο τρανζίστορ τραγούδια λυπητερά, θλιμμένα, μεγαλοβδομαδιάτικα…

Και στη μέση το μεγάλη τραπέζι που αποτελούσε το κέντρο επιχειρήσεων… Τέτοια υπέροχη, ανθρώπινη, ανοιχτόκαρδη κουζίνα ποτέ πριν… ποτέ μετά…

Θυμάμαι την καχυποψία με την οποία αντιμετώπιζε η μαμά τα σοκολατένια αυγά. Όποτε μου φέρναν εκείνους τους μυθικούς κούνελους με τις αυτούρες και το διαφανές κόκκινο περιτύλιγμα, σκοτείνιαζε το βλέμμα της. Ήταν βέβαιη ότι αυτή η σοκολάτα δεν ήταν καλής ποιότητας. «Ποιος ξέρει τι υλικά χρησιμοποιούν, μόνο η μόστρα τους ενδιαφέρει, καλύτερα να μην τα φας!».

Τα έτρωγα με μια αίσθηση αμαρτίας στη γεύση τους. Όντως δεν συγκρίνονταν με τη σοκολατίνα του ζαχαροπλαστείου. Ήταν πικρά και άνοστα. Ασε που αισθανόμουνα ότι – τρώγοντας ένα αυτί – ακρωτηρίαζα τον φουκαρά τον κούνελο.
Θυμάμαι το Μ. Σάββατο που ψιλοκόβαμε τη μαγειρίτσα (άλλη σπεσιαλιτέ της μαμάς που δεν τη μοιραζόταν με κανέναν) και λίγο πριν από τα μεσάνυχτα πηγαίναμε στην Ανάσταση.

Αυτό ειδικά όοοοοχι δεν ήταν το καλύτερο μου. Πρώτον νύσταζα, δεύτερον φοβόμουνα τις στρακαστρούκες.
Πολύ όμως! Όλοι δίνανε το φιλί της αγάπης, εγώ με τη λαμπάδα (που είχε και φαναράκι, παρακαλώ) στο χέρι και μούρη στο πάτωμα.

Θυμάμαι ότι τότε ο κόσμος δεν έφευγε για εκδρομές και ταξίδια. Όλοι μένανε σπιτάκι τους. Ξυπνούσαν οι άντρες από τα χαράματα, στήνανε τις σούβλες κι έρχονταν συγγενείς και φίλοι.

Πολύ συχνά γίνονταν και περαντζάδες από σπίτι σε σπίτι. «Περάστε για ένα μεζέ, ένα κρασί». Και δωσ΄ του μουσικές, και δωσ΄ του χορός και τραγούδι, ανέκδοτα, χαβαλές, καβγάδες για πολιτικά ή ποδοσφαιρικά και μετά πάλι «εβίβα» κι ευχές απ΄ την καρδιά βγαλμένες, όχι οι τυπικούρες της απόλυτης ξεπέτας!

Θυμάμαι… Βγάζω τα εισαγωγικά και θυμάμαι… Τότε που η Λαμπρή μύριζε αγάπη κι όχι πλεξιγκλάς… Καλή Ανάσταση!

To κείμενο έγραψε η Έλενα Ακρίτα στον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook!

Keywords
Τυχαία Θέματα