Στη σκιά της αξιολόγησης ο ρόλος του Σχολικού Συμβούλου μεταλλάσσεται, της Εβίτας Καραγεώργου

Tweet

Η Σχολική Σύμβουλος Εβίτα Καραγεώργου μέσα από το κείμενό της ξεδιπλώνει την άποψή της για την επιχειρούμενη αυτοαξιολόγηση από το υπουργείο Παιδείας.

Δρ. ΕΒΙΤΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΥ, Φιλόλογος. Σχ. Σύμβουλος Σάμου

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΧ. ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ

ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΕΤΑΙ

Τάσσομαι υπέρ της Αξιολόγησης του εκπαιδευτικού

και της Αυτοαξιολόγησης στην Εκπαίδευση, όπως άλλωστε και σε κάθε πτυχή του δημοσίου και του ιδιωτικού βίου.

Εξάλλου, αφενός οι εκπαιδευτικοί δίνουμε εξετάσεις δια βίου, με πρωτεύουσα την πράξη της διδασκαλίας να εκθέτει σε διαρκή, κριτική αξιολόγηση και αποτίμηση την εργασία και τη συμπεριφορά μας, ενώπιον μάλιστα και των πλέον αυστηρών κριτών, των μαθητών/τριών μας.

Αφετέρου οι σχολικές μονάδες δέχονται τη δημόσια κριτική του γονεϊκού και ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, ως θετική κατά κανόνα αναγνώριση της λειτουργίας τους, χωρίς αυτό να μειώνει την απαίτηση για ουσιαστική βελτίωση και εξύψωση της προσφοράς τους.

Ωστόσο, το παρόν σύστημα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού και αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας που επιβάλλεται αυτοτελώς από το Υπουργείο Παιδείας σε συνθήκες αυστηρά περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής και απροσχεδίαστης συρρίκνωσης της δημόσιας εκπαίδευσης, προκαλεί κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ της διοίκησης και των λειτουργών της και δημιουργεί στα σχολεία φοβικό καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας και καθήλωσης, παντελώς ασυμβίβαστο με το αδιατάρακτο κλίμα που απαιτεί η καθημερινότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Επιπλέον, οι αλλεπάλληλες νομοθετικές πράξεις και τα επείγοντα νομοθετήματα εναντίον εκπαιδευτικών και μαθητών, όπως η αυτόματη κατάργηση νευραλγικών ειδικοτήτων στην Τεχνική Εκπαίδευση με τη συνακόλουθη διαθεσιμότητα έως και πιθανή απόλυση εκπαιδευτικών, η αναιτιολόγητη παύση των σχολικών φυλάκων, η επέκταση του ωραρίου, η υποχρεωτικότητα των μεταθέσεων, η εντατικοποίηση του Γενικού και Τεχνικού Λυκείου, η υποχρηματοδότηση των λειτουργικών αναγκών των σχολείων, επιχειρηματολογούν βάσιμα υπέρ της άποψης ότι ο χώρος της εκπαίδευσης διατίθεται με σχετική ευκολία ως πεδίο ευεπίφορο στις περιοριστικές για τα δημόσια αγαθά μεταρρυθμίσεις.

Οι ρητές, προκαθορισμένες δεσμεύσεις των ποσοστώσεων και η εργαλειακού τύπου ποσοτικοποίηση δεικτών και κριτηρίων στην αποτίμηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου που επιβάλλονται με την προωθούμενη αξιολόγηση, ρίχνουν σκιές στην αμεροληψία και την αντικειμενικότητα των κρίσεων και μοιάζουν να «τιμωρούν» αντί να βελτιώνουν και να αναβαθμίζουν το έργο των σχολείων και των λειτουργών τους.

Οι σχολικοί σύμβουλοι, παρά τις εκπεφρασμένες αντιρρήσεις και επιφυλάξεις τους και ενώ κατ’ εξακολούθηση αγνοούνται οι απόψεις τους σε καθοριστικές για την εκπαίδευση αποφάσεις, εντελλόμενοι την συμμετοχή στην πράξη της ελεγχόμενης αξιολόγησης, επιφορτίζονται με διοικητικά καθήκοντα ασυμβίβαστα με το υποστηρικτικό χαρακτήρα του θεσμού.

Ο ρόλος του σχολικού συμβούλου από επιστημονικού- παιδαγωγικού συνεργάτη των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων, μεταλλάσσεται ακούσια σε εκείνον του προϊσταμένου επόπτη – ελεγκτή.

Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση όχι μόνον είναι απαραίτητη αλλά αποτελεί και αναγκαία προϋπόθεση για τη διαρκή αποτίμηση και γοργή ανταπόκριση στις ταχύτατα μεταβαλλόμενες συνθήκες .

Είναι όμως πολύ σοβαρή υπόθεση που απαιτεί ποιοτικό σχεδιασμό και συναινετικό, αξιόπιστο πλαίσιο ώστε:

1. Να ορίζεται με σαφήνεια ο στόχος της, που δε μπορεί παρά να είναι η προαγωγή και βελτίωση σε ατομικό και δομικό επίπεδο του παραγόμενου μορφωτικού και παιδαγωγικού έργου, ώστε αυτό να ανταποκρίνεται με επάρκεια στις σύνθετες, διαφοροποιημένες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες της εποχής και τις αντίστοιχες ανάγκες των μαθητών.

2. Να εκκινεί ως αξιολόγηση του εν γένει κανονιστικού καθεστώτος που ρυθμίζει κεντρικά τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος και προσδιορίζεται από τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία, από το εξεταστικό σύστημα, από τη διάρθρωση και τη μεταβατική σχέση μεταξύ των διαφορετικών κλιμάκων της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα εκείνων της τριτοβάθμιας που σχετίζονται με την προετοιμασία και την κατάρτιση των μελλοντικών εκπαιδευτικών.

3. Να επιβάλλεται καθέτως, ποιοτικά και ποσοτικά και να αφορά σε ολόκληρη τη λειτουργία των διοικητικών και υποστηρικτικών δομών της εκπαίδευσης, κρίνοντας ιεραρχικά θεσμούς και πρόσωπα, με κριτήρια σαφή και διαφανή σε συνάρτηση με τους στόχους που υπηρετούν.

4. Να εγκαθιστά, παρά την απαιτητικότητά της, ψυχολογικό κλίμα εμπιστοσύνης, σεβασμού και συνεργασίας μεταξύ των αξιολογητών και των αξιολογούμενων, με προβλεπόμενη μακρόχρονη επιμόρφωση για όλους και άμεση στήριξη σε περιπτώσεις διαπιστωμένων ελλείψεων.

Η Αξιολόγηση είναι πολύ σύνθετη και απαιτητική διαδικασία που καθορίζει το εκπαιδευτικό τοπίο στο σύνολό του. Δεν πρέπει να ταυτίζεται ούτε με την ισοπεδωτική αρίστευση ούτε με την επαγγελματική υποβάθμιση ή καθήλωση.

Κατά κανόνα, δεν προσδιορίζεται ούτε σχετίζεται με τις ακραίες καταστάσεις.

Ήδη, οι υπάρχουσες δομές παρέχουν τη δυνατότητα οι μεν άριστοι να εξελίσσονται σε θέσης ευθύνης, οι δε «ακατάλληλοι» να απομακρύνονται από τη θέση τους.

Η Αξιολόγηση πρέπει να κρίνει και να βελτιώνει την πλειονότητα του μέσου όρου που καθιστά ικανοποιητική ή μη την ανταπόκριση των θεσμών και των προσώπων στις υποχρεώσεις τους.

Υπό το πρίσμα αυτό, θεωρώ ότι και ο υπάρχων θεσμός του σχολικού συμβούλου προκειμένου να διασώσει και να αναβαθμίσει το επιστημονικό του κύρος, χρήζει αξιολόγησης και επαναπροσδιορισμού μετά από τα τριάντα δύο χρόνια της καθιέρωσής του, με δεδομένες τις αλλαγές που έχουν επέλθει στο εν γένει εκπαιδευτικό και επικοινωνιακό γίγνεσθαι και τις νέες ανάγκες που προκύπτουν.

Tags: Εβίτα Καραγεώργουαυτοαξιολόγησηαξιολόγηση Tweet

View the discussion thread.

Keywords
Τυχαία Θέματα