«Καλό ταξίδι Λάζαρε !!!!» της Σ. Ηλιάδου - Τάχου

Tweet

Σ. Ηλιάδου-ταχου, αν. καθηγητριασ πανεπιστημιου δυτικησ μακεδονιασ

Η είδηση του θανάτου του Λάζαρου, με βρήκε στη Θεσσαλονίκη. Η αδυναμία μου να τον αποχαιρετίσω και να μοιραστώ με όλους τους Φλωρινιώτες την οδύνη που ένιωσαν με οδήγησαν στην απόφαση να αφιερώσω στη μνήμη του λίγες σκέψεις. Επιτρέψτε μου να μιλήσω πρώτα για μένα: το πρώτο που ένιωσα όταν η είδηση του θανάτου

του έφτασε ως εμένα ήταν η συναίσθηση μιας βαριάς απώλειας, μια μελαγχολία που ανέβαινε σιγά-σιγά μέσα μου και με κυρίευε. Η Φλώρινα έμοιαζε ξαφνικά μικρότερη, πιο φτωχική χωρίς τον τροβαδούρο της, τον άνθρωπο που την περιέγραψε στα χρονογραφήματά του, που την τραγούδησε στον Αριστοτέλη, που την έκανε να φαντάζει ονειρική μέσα από τις βραδιές των κιθαρωδών στα ταβερνάκια των μαχαλάδων.

« Λάζαρε είσαι καλά;» τον ρωτούσα τα πρωινά στον κεντρικό πεζόδρομο. « Ήμουν και καλύτερα» μου απαντούσε, σχεδόν πάντα έτσι, υποδηλώνοντας μέσα από την πεσιμιστική του προσέγγιση τον σκεπτικισμό του για ένα μέλλον που έμοιαζε φτιαγμένο με χειρότερα υλικά. Γρήγορα όμως εγκατέλειπε την απαισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων και μου μιλούσε για τα διαβάσματά μας, τα δικά του και τα δικά μου για τα γραψίματά μας.

Για πολλούς από μας ο Λάζαρος ήταν η ψυχή της πόλης, ο άνθρωπος που γνώριζε όλες τις πέτρες, όπως το Μπούφκαμεν και τα σοκάκια της. Γιατί ο Λάζαρος άπλωνε το σεντόνι της μνήμης μπροστά μας και αράδιαζε ονόματα, άλωνε χρονικές περιόδους, διηγούνταν και ένιωθε, έπιανε το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της Φλώρινας και το έκαμνε μέσα μας τραγούδι. Ένα τραγούδι που ήταν πολύ κοντά στην ευαίσθητη ψυχολογία του, πολύ μακριά από την επιτηδευμένη τραχύτητα του ύφους του. Ήταν στην πραγματικότητα ο φίλος που ταξίδευε τη μνήμη μας μακριά μέσα στον χρόνο και μας έκανε να ονειρευόμαστε χτίζοντας ένα παρελθόν πολύ κοντά στις αναμνήσεις που μοιραζόταν με ανιδιοτέλεια μαζί μας. Μέσα από τις αφηγήσεις του ζωντάνευαν άνθρωποι που έρχονταν από το χθες κουβαλώντας τις πληγές τους, έπαιρναν σάρκα και οστά και διεκδικούσαν τον δικό τους χώρο στη σκέψη μας, μετουσιώνονταν σε ιδεατές μορφές, ενσάρκωναν ιδέες, χρωμάτιζαν τους δρόμους, τις όχθες του Σακουλέβα, τις πλαγιές του βουνού, τα κρυφά περάσματα του κάμπου.

Κατέφευγα συχνά στην αγαπημένη του γωνιά στο καφενεδάκι, όπου έγραφε τα κείμενά του για να αρδεύσω πληροφορίες για τους ανθρώπους που «λιγόστεψαν τόσο παράξενα από τη ζωή μας», όπως έγραψε ο Σεφέρης. Θυμάμαι με συγκίνηση πως με λογάριαζε συνέταιρο στην ταξιδιάρικη αναμόχλευση του παρελθόντος αυτής της πόλης, συμπαραστάτη στον αγώνα του να το ακινητοποιήσει, να το εσωτερικεύσει, να το ζωντανέψει με λέξεις γεμάτες φωτεινές αποχρώσεις. Γιαυτό και ερχόταν πάντα στις ομιλίες μου, στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου, φανερώνοντας χωρίς αμετροέπεια και βερμπαλισμούς την επιδοκιμασία του. Και όταν εγώ τον συναντούσα καθόταν δίπλα μου πάντα πρόθυμος να μου δώσει απαντήσεις, ανακατεύοντας στις καλοδουλεμένες εκφράσεις του την ποίηση της ομορφιάς, τη νοσταλγία του παρελθόντος, τον λυρισμό των ηρωικών στιγμών, όπως τις είχε αποδεχτεί και προβάλλοντας με ακομπλεξάριστη αυτοπεποίθηση τη δική του αλήθεια, που ήταν στην πραγματικότητα ένα κομμάτι από την διαφορετική αλήθεια όλων ημών των υπολοίπων.

Εκείνο που πραγματικά ένιωθα τέτοιες στιγμές, ήταν η βεβαιότητα πως δεν είχε καμία σημασία αν είχα δίκιο εγώ ή εκείνος, αν συμφωνούσαμε ή αν διαφωνούσαμε. Σημασία είχε το έλλειμμα κακίας, υστεροβουλίας, ιδιοτέλειας, φιλοδοξίας, ή βεντετισμού που διέκρινε τις προσεγγίσεις του Λάζαρου, η βαθιά ανθρώπινη πλευρά του. Και μαζί η απέραντη εκπληκτική μνήμη του που αγκάλιαζε όλα τα συμβάντα στον μικρόκοσμό του, στον μικρόκοσμό μας. Οπωσδήποτε βέβαια και άλλοι πολλοί, ικανοί στον λόγο, στην σκέψη, στην τέχνη πέρασαν από αυτή την πόλη. Κάποιοι από αυτούς όμως μου φέρνουν ακόμα στη μνήμη τον στίχο του Γ. Σεφέρη «ο καθένας και ένα αξίωμα σαν το πουλί στο κλουβί του». Και νιώθω πως δεν θέλω να εξελιχτώ σαν αυτούς.

Αντίθετα ο Μέλλιος υπήρξε ένας από τους λίγους που δεν πίστευαν πως οι άλλοι άνθρωποι του χρωστούσαν, ένας από τους λίγους που θα τον φέρνω στη μνήμη μου με αγάπη. Γιατί έχω την συναίσθηση μέσα μου πως πρόσφερε σε αυτήν την πόλη χωρίς να ζητήσει τίποτα για τον εαυτό του. Και μέσα από τις αναζητήσεις του την έκανε ομορφότερη, χωρίς να μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει πως θέλησε να αποσιωπήσει τις άσχημες πλευρές της. Και είναι από εκείνους που την βίωσαν ως το μεδούλι της, αφού την τραγούδησε με τον Θανάση τον Βογιατζή, τον Τάκο τον Καπουλίτσα, τον Αβραμίδη, τον Αποστόλη τον Πηλείδη, τον Νίκο τον Λούστα, τα βράδια στα ταβερνάκια: ύμνησε τον έρωτα στα σοκάκια και τις αλέες της, την αγάπη, τον πόθο και το πάθος, την άνοιξη, την ομορφιά των εποχών, την γαλήνη του ουρανού, την γλύκα των άστρων, την λάμψη της ψυχής. Και έφυγε από αυτήν όπως ήρθε. Χωρίς να το καταλάβει. Έτσι όπως συμβαίνει πάντα με τους καλούς ανθρώπους ή αλλιώς με κείνους που έχουν κάνει στη ζωή τους μόνο το καλό.

Κλείνοντας θέλω να πω πως και τώρα και στο μέλλον ο Λάζαρος θα εξακολουθεί να εμπνέει πρώτα τους νυχτερινούς τροβαδούρους που θα τον θυμούνται στα τραγούδια τους, έπειτα τους Αριστοτελικούς που θα τον θυμούνται πάντα να γκρινιάζει στις εκλογές του Συλλόγου, ύστερα όλους εμάς τους ιστορικούς, τους ιστοριοδίφες, τους λογοτεχνίζοντες και ερευνητές και τους φοιτητές μας που συνεργάζονταν μαζί του και τέλος όλους τους Φλωρινιώτες που θα μιλάν για χρόνια για τη συμβολή του στο σταμάτημα του χρόνου, στην ακούραστη, αδογμάτιστη, ανυστερόβουλη βίωση του παρελθόντος της πόλης , στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης των κατοίκων της.

Λάζαρε σε ευχαριστούμε για όσα απλόχερα μας χάρισες…

Tags: Λάζαρος ΜέλλιοςΗλιάδου Τάχου Σοφία Tweet

View the discussion thread.

Keywords
Τυχαία Θέματα