Peer Gynt: Ένας Νορβηγός Οδυσσέας που αποτυγχάνει

Μια φιλόδοξη παρθενική δουλειά, που όμως δεν τα καταφέρνει! Κάποια κείμενα θέλουν πολύ στιβαρά χέρια, αλλιώς τα αφήνεις εκεί, στον λήθαργό τους…

από την Ηρώ Μητρούτσικου & τον Γιάννη Βασιλείου

Ο συγγραφέας

Ο Ερρίκος Ίψεν (1828-1906) είναι ένας μεγάλος θεατρικός συγγραφέας, ο οποίος έχει γράψει μερικά από τα γνωστότερα έργα του 19ου αιώνα, όπως «O εχθρός του λαού», «O Αρχιμάστορας Σόλνες», «Tο κουκλόσπιτο», «ΈνταΓκάμπλερ», «Oιβρικόλακες» κ.ά. Ένα από τα πρώιμα έργα του (αν και δωδέκατο στην σειρά) είναι και το «ΠέερΓκυντ» (1867). Η αλήθεια είναι ότι όλα τα μεγάλα του

έργα ο Ίψεν τα έγραψε από το 1879 (έναρξη της κοινωνικής περιόδου) και μετά…

Το έργο

Έμπνευση για το «Πέερ Γκυντ» ήταν ένα παλιό νορβηγικό παραμύθι, του οποίου την βασική ιστορία ο συγγραφέας προσάρμοσε στην κριτική που κάνει στη νορβηγική κοινωνία, παρουσιάζοντας ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα Νορβηγού άντρα της εποχής, που τον χαρακτηρίζει η αδυναμία της θέλησης, ο συνεχής αυτοέπαινος και ο καγχασμός προς οτιδήποτε πέραν του εαυτού του.

Ο Πέερ και οι περιπέτειές του είχαν γίνει φολκλορικές ιστορίες στις τοπικές νορβηγικές κοινωνίες. Το έργο του Ίψεν είναι όλο έμμετρο, καθώς προσπαθούσε να γράψει ποίηση, όχι με τον καθιερωμένο τρόπο, αλλά όπως αυτός ένοιωθε ότι θα έπρεπε να είναι η σύγχρονη ποίηση. Το κείμενο εκδόθηκε σε 1.500 αντίτυπα, που έγιναν ανάρπαστα. Η δεύτερη έκδοση 2.000 αντιτύπων που τυπώθηκε 14 ημέρες μετά, εξαντλήθηκε ύστερα από 7 χρόνια. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι ζήτησε από τον σπουδαίο μουσικό ΈντβαρντΓκρηγκ να επενδύσει μουσικά το έργο. Πολλοί διάσημοι, σύγχρονοί του καλλιτέχνες έκαναν έντονη κριτική σε αυτή την προσπάθεια να γράψει πρωτοποριακή ποίηση. Παρόλα αυτά, τα υπόλοιπα έργα που έγραψε ήταν σε μορφή πρόζας, εγκαταλείποντας την προσπάθεια.

Επιπλέον, προσπάθησε να συνδυάσει φολκλορικούς μύθους με ρεαλιστικά κοινωνικές σκηνές και να κάνει και κοινωνική σάτιρα μέσω της ποίησης. Το έργο, όπως και ο πρωταγωνιστής του, ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Μερικές σκηνές μόνο κινηματογραφικά θα μπορούσαν να παρουσιαστούν, λόγω του σουρεαλισμού τους. Από την άλλη πλευρά όμως, όπως και σε άλλα του έργα, οι ήρωες έχουν ψυχολογικά χαρακτηριστικά τόσο του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, όπως η μητέρα του, ο πατέρας του, κ.λπ., όσο και του ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου.

Κάθε προσπάθεια να ανέβει αυτό το έργο, λοιπόν, είναι πραγματική πρόκληση για τους συντελεστές. Οι ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο μεταφραστής κ.ά. βρίσκονται αντιμέτωποι με πολλές δυσκολίες. Πρώτο σημαντικό εμπόδιο που πρέπει να κατακτηθεί είναι ο λόγος, που, όπως προαναφέραμε, είναι ποιητικός.

Η παράσταση

Η μετάφραση (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος) έχει καταφέρει να εκφράσει τη μουσικότητα του λόγου, αλλά και τον εσωτερικό ρυθμό.Είναι στιγμές που νιώθει ο θεατής ένα βάρος να τον τραβάει στα σκοτεινά έγκατα, όπως στο βουνό του Βασιλιά, και άλλες φορές ανάλαφρος να χοροπηδάει σαν μπαλάκι μεταξύ δύο παιδιών που παίζουν, όπως πολύ εύστοχα παρουσίασαν στην σκηνή με το γλέντι.Άλλο εμπόδιο ήταν η πολυπλοκότητα της διήγησης, καθώς κάποια γεγονότα συνέβαιναν πότε στον πραγματικό κόσμο και πότε στο όνειρο του Πέερ, χωρίς να είναι ξεκάθαρο κάθε φορά. Ο Ίψεν δημιούργησε μια θεατρική πραγματικότητα που μπορεί να υπάρχει, μπορεί και όχι. Ακόμα και το τέλος είναι αμφιλεγόμενο, αναγκάζοντάς σε να το διαβάσεις ξανά για περισσότερες διευκρινίσεις και βαθύτερη κατανόηση. Και όταν το ξαναδιαβάσεις, σου γεννιούνται περισσότερα ερωτηματικά παρά βρίσκεις απαντήσεις. Είναι σαν να περπατάς μαζί με τον Πέερ σε μια αχαρτογράφιτη περιοχή, όπου δεν έχει πατήσει άλλου ανθρώπου πόδι, μια γη που δεν ανήκει σε κανένα, «noman’sland», όπως με πολύ ακρίβεια αποδίδει διορατικά ο τίτλος της παράστασης.

Η ομάδα «The 3rd persontheatregroup» δημιουργήθηκε από τους ηθοποιούς Βαλάντη Φράγκο, Αντιγόνη Φρυδά και Ελένη Ζαραφίδου και αποφάσισαν να πέσουν αμέσως στα βαθιά, επιλέγοντας ένα τόσο αντιθεατρικό έργο. Φιλόδοξη επιλογή, αλλά ίσως όχι και τόσο σοφή.Οι τρεις ηθοποιοί που συνυπογράφουν και την σκηνοθεσία προσπαθούν να απλοποιήσουν -όσο γίνεται- την αφήγηση, η οποία είναι πολύπλοκη, λόγω αυτής της εναλλαγής φανταστικού-ρεαλιστικού, αλλά και των χρονικών αλμάτων. Προσπάθησαν να υπερβούν το εμπόδιο της αφήγησης επιμένοντας στο τρίπτυχο άνδρας-γυναίκα-μητέρα. Ο Πέερ, η Σουλβάιγ και η Όσε είναι οι κύριοι ρόλοι που υποδύθηκαν οι ηθοποιοί, παίζοντας ταυτόχρονα και άλλους ρόλους. Δυστυχώς, η αλλαγή των ρόλων και η είσοδος καινούργιων προσώπων δεν ήταν πάντα ξεκάθαρη. Το γεγονός ότι η εναλλαγή των χαρακτήρων δεν είναι πάντα κατανοητή, προκαλεί μια σύγχυση στο θεατή, ο οποίος προσπαθεί να παρακολουθήσει με μεγάλο κόπο τη ροή των γεγονότων.

Ίσως η παράσταση να ήταν ένας άθλος και να χρειαζόταν παραπάνω από τρεις ηθοποιούς ή κάποιες άλλες σκηνοθετικές πινελιές. Επίσης, τα βίντεο (Εύη Στάμου/Pietro Radin),
με την καλλιτεχνική τους ευαισθησία προκαλούσαν περισσότερη ασάφεια και αγωνία στον θεατή να διευκρινίσει τα πράγματα.

Συνέπεια αυτού, και παρά τις περιλήψεις που προβάλλονταν γραπτώς στον τοίχο, τα πρόσωπα εύκολα συγχέονταν, η υπόθεση, στη λεπτομέρειά της, χανόταν και οι εναλλαγές τόπου, χρόνου και ονομάτων προσώπων γίνονταν σχηματικά, με αποτέλεσμα το νόημα του έργου συχνά να μένει αιωρούμενο.

Τί να τον κάνεις τόσο κόπο, τί να κάνεις τα ιδιαίτερα σκηνικά (Γιάννης Θεοδωράκης/Μαρίκα Κωνσταντινίδου) και τα όμορφα και λιτά κουστούμια (Βασιλική Σύρμα), που παρέπεμπαν στην εποχή, όταν ο θεατής όχι μόνο κουράζεται, αλλά δεν καταλαβαίνει και τί γίνεται, οπότε κάποια στιγμή παραιτείται;

Άλλη ατυχής επιλογή ήταν η συσκηνοθεσία. Χωρίς να υπάρχει μόνιμο εξωτερικό μάτι, υπήρχαν μεγάλες διαφορές στην υποκριτική,ασάφεια, αλλά και κάτι καθαρά τεχνικό: την πρώτη χρονιά η παράσταση παρουσιάστηκε στο θέατρο Θησείον, ένα θέατρο ιδιαίτερο, αλλά με πολύ κακή ακουστική. Στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης κάναμε προσπάθεια να ακούσουμε το (δυσκολότατο) κείμενο και σε αυτό δεν βοηθούσε και η μεγάλη ένταση της μουσικής (Γιάννης Σαββίδης). Φέτος αυτό το πρόβλημα περιορίστηκε στο Σύγχρονο θέατρο, το χάος όμως της παράστασης παραμένει…

Από την άλλη και το να χαθεί κάποιες στιγμές ο θεατής ίσως να ήταν και το ζητούμενο, για να νοιώσει όπως ο ήρωας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στο τέλος ο θεατής νοιώθει συνοδοιπόρος αυτού του ανθρώπου, που προσπαθεί να βρει τον εαυτό του και καταλήγει, γέρος πια, στο σπίτι από το οποίο έφυγε νέος, σαν άλλος Οδυσσέας. Ταυτόχρονα έχει κάνει και ο θεατής τη δική του περιπλάνηση στην «noman’sland».

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:

Ρωμαίος &Ιουλιέτα για 2 Θησείον

Φεύγουσα κόρη Φούρνος

Interview, Fit Βικτώρια

Ανεπίδεκτη διόρθωσης Κ.Ε.Τ.

Διδώ& Αινείας Βικτώρια

Σταματία Θ. Ν.Κόσμου

Ελάτε σ’ εμάς για έναν καφέ Φούρνος

Πατριδογνωσία Αλκμήνη

Η μεγάλη Χίμαιρα Πορεία

Η πόρνη από πάνω Βρετάνια

Κατερίνα Θησείον

Λίλιομ Πόρτα

Ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα Ίδρυμα Μ.Κακογιάννης

Πνιγμονή, Μικρές ιστορίες φόνων Vault

Βόυτσεκ Άττις

Μπιλ &Λου Skrow

Μεταmορφοσις Vault

Ελένη Olvio

Η ιστορία της αυτοθυσίας Skrow

Τα ραδίκια ανάποδα EliArt

Με ελεύθερη συνεισφορά:

Interview Βικτώρια

Το βαλς των βρώμικων δρόμων Hub, Καφέ Γκρι, Καφενείο Κρίκος

Μαύρη Τσαρίνα Δυναμό

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Ένας μονόλογος της Ωραίας Ελένης Πράξη Επτά

Γράμματα στη Μητέρα 18/2/ Ίδρυμα Μιχ.Κακογιάννης

Keywords
Τυχαία Θέματα